Πέμπτη, Απριλίου 19, 2007

ΝΥΧΤΑ


ΝΥΧΤΑ

Ο ήλιος 'ματοστάλαχτος βυθίζεται στο κύμα,
στη θάλασσα το γέλιο του το πυρωμένο πνίγει,
και του φωτός ο βασιλιάς -- ω, φρίκη! -- βρίσκει μνήμα
μέσα σ' αφώτιστους βυθούς και με τα σκότη σμίγει.

Απλών' η νύχτα ελαφρά το μαύρο της σεντόνι
κι αργοσκεπάζει μ' απονι'α της φύσης τ' άσπρα κάλλη·
κάθε ελπίδα χάνεται, κάθε χαρά νεκρώνει
στο σκοτεινό μυστήριο που πένθιμα προβάλλει.

Απ' το βουνό προβαίνοντας, τ' ολόχλωμο φεγγάρι
την κίτρινη τη λάμψη του στον ουρανό σκορπίζει,
κι όλο παράξενους σκοπούς χωρίς ρυθμό και χάρη
-- του πόνου του ξεχείλισμα -- ο γκιώνης ξεφωνίζει.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 19.10.1914, Παρνασσός, 02.11.1914 και Ελλάς, 19.04.1915]

Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

Μίλτος Σαχτούρης: Καρυωτάκης και «Καρυωτακισμός»

Το παρακάτω κείμενο του Μίλτου Σαχτούρη δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα για τον Καρυωτάκη του λογοτεχνικού περιοδικου η λέξη, τεύχος 79-80, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1988.


Μίλτος Σαχτούρης
Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός

Σε κάποιο κείμενο είδα πάλι επαναλαμβανόμενο τον όρο «καρυωτακισμός».

«Καρυωτακισμός» σήμερα το 1988 δεν σημαίνει τίποτα. Και τότε γύρω στα 1930 ήταν μια άτυχη λέξη προερχόμενη απότην παρεξήγηση ότι ο Καρυωτάκης ήταν τάχα μισάνθρωπος, πεισιθανάτιος κλπ. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Ήταν απλώς επαναστατημένος ενάντια στην Ελλάδα του 1928 με τους λασπωμένους δρόμους το χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους, ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατέλειωτους καφέδες.

Επαναστατημένος για τη δική του καταδίωξη, επειδή αυτός ήταν υπάλληλος υπεύθυνος, γλωσσομαθής, έξω από την εποχή του.

Και ήταν ακόμα παρεξηγημένος από όλους τους συγχρόνους του. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν minor ποιητής, ήταν μεγάλος ποιητής όπως τον βλέπει τώρα η νέα γενιά κι όπως άλλαξαν γνώμη περί το τέλος της ζωής τους και τον είδαν μεγάλο οι άλλοτε αρνητές του Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Ο πρώτος μάλιστα σε τελευταίο ποίημά του έτσι τον αποκαλεί, «μεγάλο»: «Είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης». Όσο για το Σεφέρη, δύσκολα κρυβόταν η εκτίμησή του.

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

Ο Κώστας Βάρναλης για τον Καρυωτάκη

Βαδίζοντας προς το τέλος της ζωής του, κλείνοντας τον κύκλο του, αντικρίζοντας το δικό του τέλος, ο Κώστας Βάρναλης, 45 χρόνια μετά την σφαίρα της Πρέβεζας, συνομιλεί με τον Κ. Καρυωτάκη:

ΤΡΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΙ

Ζηλεύω σου το θάρρος, Καρυωτάκη,
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά,
και την κακοτυχιά σου, Ολύμπιε Τάκη,
να σε πάρουν τα κύματα βαθιά.

Με πάει γελώντας ο Χάρος στα εκατό μου,
σιχάθηκα τον άχαρο εαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι αν όχι εμέ, τη θύμησή μου πάρε.

Όσο τα περασμένα ανακαλώ,
τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό.
Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά,
μα θα πάω μονάχα από σιχασιά.

29-7-73

Σάββατο, Απριλίου 14, 2007

ΞΕΡΩ


ΞΕΡΩ

Ξέρω μια όμορφη μικρή, μια θεϊκιά κοπέλα.
Τα παιδικά φουστάνια της να φαίνουνται αφήνουν
δυο πόδια ως το γόνατο -- ω, πειρασμός! ω, τρέλα! --
και τ' άλικα τα χείλια της σωρό τα γέλια χύνουν.

Όπου διαβεί κι όπου σταθεί, την ηδονή σκορπίζει.
Και νιώθεις ολοπύρινες ματιές να σου καρφώνει
όταν το φουστανάκι της με χάρη ανεμίζει
και τ' άσπρα κρύφια κάλλη της τ' αφράτα φανερώνει.

Τα μάτια της δοκίμασα να δω ποιο έχουν χρώμα.
Αστράφτουν κείνα και θαρρώ πως «Τ' είδες;» μου φωνάζουν.
«Θαμπώθηκα!» τους λέω 'γω, κι αυτά μου λεν ακόμα:
«Μπορείς να δεις τον ήλιο;» Ναι, πώς τον ήλιο μοιάζουν!

Είναι ξανθή; μελαχρινή; Δεν ξέρω, στο Θεό μου!
Όσες φορές εκοίταξα τη λαμπερή μορφή της,
οι ομορφιές μ' εστράβωσαν. Και χάνω τον καιρό μου
όταν παιδεύομαι να βρω τι κρύβει στην ψυχή της.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 19.10.1914 και Ελλάς, 07.05.1915]

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2007

ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ


ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Μια μέρα ηλιόλουστη, μια λαμπερήν ημέρα,
απ' τον αφρό του κύματος επρόβαλες θεά μου,
ερίγησες ηδονικά, στα χάδια του αγέρα
κι ανάλαφρα ξαπλώθηκες στο ακρογιάλι χάμου.

Τα κάλλη σου εζήλεψε κι ήλιος ακόμα
κι αχτίδες έστειλε χρυσές να παίξουνε μαζί σου.
Το βλέμμα έριξες εσύ τ' αστραφτερό στο χώμα
κ' η ηδονή ενάρκωσε το ώριο το κορμί σου.

Σ' ηδυπαθείας πέλαγος, θεά μου, βουτηγμένη,
τη λάμψη των ματιώνε σου εσκόρπισες στη φύση
κι αυτή κατασκυθρώπασε και μένει θαμπωμένη --
θαρρείς πως κάθε ομορφιά στον κόσμο θε να σβήσει.

Όπου περνάς κι όπου σταθείς το γέλιο σου σκορπίζεις
π' ακοίμητους τους πόθους σου τους λάγνους φανερώνει,
απλόχερα τα θέλγητρα, τις χάρες μάς χαρίζεις --
κι από τα δώρα σου αυτά κάθε κακό φυτρώνει.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 07.08.1914, Παρνασσός, 31.08.1914, Ελλάς, 15.03.1915]

Τετάρτη, Απριλίου 11, 2007

Τοκατλίδου: Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη

Η διδακτορική διατριβή της Βάσως Τοκατλίδου με θέμα «Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη: Ένταξή τους στο ποιητικό πρωτότυπο έργο των συλλογών του», η οποία υποβλήθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. το 1978 υπάρχει online σε ψηφιακή μορφή, στη σχετική βάση του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης. Η εν λόγω διδακτορική διατριβή θεωρείται από τις πρώτες συστηματικές μελέτες για τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη.

Μπορείτε να τη δείτε ολόκληρη εδώ.

Τρίτη, Απριλίου 10, 2007

ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΜΑΡΑΘΗΚΕ


ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΜΑΡΑΘΗΚΕ

Ο ήλιος 'ματοστάλαχτος σε λίγο θε να γείρει
στη θάλασσα π' απλώνεται γλυκιά σαν την ελπίδα,
και στ' άβυθα τα βάθια της -- αιώνιο κοιμητήρι --
θε ν' αργοθάψει μ' απονιά κάθε χρυσή τ' αχτίδα.

Στην αμμουδιά μια θεϊκιά κοπέλα ξαπλωμένη
--λουλούδι που μαράθηκε προτού ν' ανθίσει ακόμα --
θρηνεί σβησμένα όνειρα κι αγάπη νεκρωμένη,
με δάκρυα π' ολοπύρινα γοργοκυλούν στο χώμα.

Από αφάνταστ' ηδονή το κύμ' ανατριχιάζει
όταν κολλά στα πόδια της τα δροσερά φιλιά του,
κι ο ήλιος τ' άσπρα κάλλη της τ' αφράτα αγκαλιάζει
με φλογισμένα βλέμματα, με τη θερμή ματιά του.

Στα τόσα χάδια τ' απαλά αδιάφορη εκείνη
τα θολωμένα μάτια της στον ουρανό σηκώνει
και με τρεμάμενη φωνή παράπονο αφήνει:
«Ο λυτρωτής ο Θάνατος γιατί να μη σιμώνει;».

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 29.06.1914, Ελλάς, 26.04.1915]

Σάββατο, Απριλίου 07, 2007

Για να κλαίτε και να γελάτε (κείμενο του Καρυωτάκη στη «Γάμπα»)

Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τρίτο φύλλο [22.09.1919] του σατιρικού περιοδικού [Η Γάμπα] που εξέδωσε για σύντομο χρονικό διάστημα ο Καρυωτάκης και αποδίδεται στον ποιητή. [από το βιβλίο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Τα Πεζά, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Νεφέλη, Αθήνα 1989].
Την περασμένη εβδομάδα, μια απογευματινή εφημερίς, σαν σεμνότυφος γεροντοκόρη τεθείσα προ πολλού στο ράφι, επετέθη αγρίως εναντίον όλων των εβδομαδιαίων περιοδικών «ως τους νέους διαφθείροντα και καινά δαιμόνια εισάγοντα». Ίσως οι κύριοι αυτοί της εφημερίδος να πάσχουν από πονόματο και δεν μπορούν να ιδούν πιο πέρα από τη μύτη τους, τι γίνεται εις τους δρόμους και στα θέατρα. Ένα πράγμα μονάχα μάς φαίνεται περίεργο πώς, αφού η αστυνομία, κατόπιν των εισηγήσεων της ρηθείσης εφημερίδος, απηγόρευσε την κυκλοφορίαν των περιοδικών των ολίγον ελαφρού περιεχομένου, επιτρέπει την κυκλοφορίαν των Γαλλικών τοιούτων, εξ ων τα Ελληνικά περιοδικά αντιγράφουν τας εικόνας, αι οποίαι είναι, κατά την αντίληψίν των, τόσο άσεμνοι; Στην απογευματινή δε εφημερίδα δεν έχομε να ειπούμε τίποτε, παρά μόνον το εξής: Εάν ηθέλαμε να στηρίζομεν την κυκλοφορίαν μας σε ψεύτικες συνεντεύξεις, σε φραγγέλια και κολοκυθορίγανες, το εκάναμε με σίγουρη την επιτυχία. Δεν το κάνομεν όμως, γιατί σεβόμεθα κατά πρώτον λόγον τον εαυτόν μας και κατά δεύτερον λόγον την ηθικήν υπέρ ης κόπτεται η γεροντοκόρη εφημερίς.

Στο περασμένο φύλλο μας, και ο μακαρίτης Σουρής βρήκε τον μπελά του από την κυρ Αναστασία, τη λογοκρισία. Θα ήτο αστείον να θεωρηθεί μετά τον θάνατό του ο μακαρίτης ως αντιδραστικός, κατόπιν μάλιστα της παρασημοφορίας του και του συγκινητικού επικηδείου λόγου του Σεβασμιοτάτου. Τώρα πληροφορούμεν και το περίεργον κοινόν, ότι οι δύο στίχοι που ψαλιδιστήκανε από το πρώτο τετράστιχο, βρίσκονται γραμμένοι στο τραγούδι «Έφεδρος», στα Άπαντα του Σουρή. Η Βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή και όποιος θέλει ας πάει να το διαβάσει και να οικτείρει την κυρ Αναστάσω. Εμείς δεν έχομεν να ειπούμε τίποτ' άλλο· μας φαίνεται περίεργο μονάχα πώς στέκουν, εδώ στην Ελλάδα, τα κεραμίδια ξεκάρφωτα.

Είμαστε υποχρεωμένοι, από την στήλην αυτή να εκφράσωμεν τας θερμάς μας ευχαριστίας προς το κοινόν, το οποίον με τόσον ενθουσιασμό υπεδέχθη τη Γάμπα. Όσον αφορά δια την ακαταστασίαν ήτις παρετηρήθη στο πρώτον φύλλον και εν μέρει στο δεύτερον, ιδίως στο ζήτημα της αποστολής των φύλλων στας επαρχίας και στους συνδρομητάς, ζητούμεν συγγνώμην. Παρενεβλήθησαν λόγοι ανώτεροι της θελήσεώς μας. Ποτέ δεν εφανταζόμεθα ότι η κυκλοφορία μας θα ανήρχετο εις 20.000 από του πρώτου φύλλου. Φαντασθήτε 20 χιλιάδες γάμπες. Αναγκασθήκαμεν το πρώτο φύλλο να το τυπώσωμε δύο φορές. Και όσοι ξεύρουν απ' αυτές τις δουλειές, μπορούν να καταλάβουν τα τρεχάματα, τους διαπληκτισμούς και τις φασαρίες, να μας λυπηθούν και να μας συγχωρήσουν.

Παρασκευή, Απριλίου 06, 2007

Δον Κιχώτες

Για τη σχέση των ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου με τον Δον Κιχώτη, εξ αφορμής της μετάφρασης του Κ. Καρθαίου που δημοσιεύτηκε στο Νουμά, έγραψα ήδη. Σήμερα, δημοσιεύω το ομώνυμο ποίημα του Ρώμου Φιλύρα. Σημειωτέον ότι εκτός από τον Καρυωτάκη και ο Κ. Ουράνης έγραψε σχετικό ποίημα. Στις σελίδες περί Ουράνη του site «ΠΕΡΙ...ΓΡΑΦΗΣ» μπορείτε να βρείτε σχετικές πληροφορίες, καθώς και το ομότιτλο ποίημα.

Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ

Στον αιώνα λαμποκοπά η μορφή σου
κι ο καγκασχμός σου στο Κενό αντηχάει,
κράνος και τελαμώνες η στολή σου,
μια ειρωνείa και σ' ό,τι ξεψυχάει.

Ούτ' η ψυχή σου ξέρει την υφή σου
κι είσαι το αίνιγμα το άλυτο που πάει
σε φαντασίωση, που νέα γεννάει
από το Σάντσο, το συγκρατητή σου.

Στοχαστικής μιας ασκεψίας εικόνα,
αλλόκοτης συνήθειας μεγαλείο
δεν έλυσες και μες στο πανδοχείο

της περικεφαλαίας σου τον τελαμώνα,
παράδοξης απλότητας στοιχείο
και λογισμού συνθέτουν κολοφώνα.

Πέμπτη, Απριλίου 05, 2007

ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΕ ΒΑΣΙΛΙΑ!


ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΕ ΒΑΣΙΛΙΑ!

Και ρίχτηκε με τ' άτι του μες στων εχθρών τα πλήθια.
Το πύρινο το βλέμμα του σκορπούσε την τρομάρα
και το σπαθί του τη θανή. Στα χάλινά του στήθια
εξέσπασε η όργητα σε βροντερή κατάρα.

Εθόλωσαν τα μάτια του. Τ' αγνό το μέτωπό του,
θαρρείς, ο φωτοστέφανος της Δόξας τ' αγκαλιάζει.
Κ' έπεσε χάμου ο Τρανός! Θρηνήστε το χαμό του.
Μα, μη! Σε τέτοιο θάνατο ο θρήνος δεν ταιριάζει.

Κ' έπεσε χάμου ο Τρανός! Κυλίστηκε στο χώμα
ένας Τιτάν π' ακόμα χτες εστόλιζ' ένα θρόνο,
κ' εσφάλιες -- οιμένανε! -- για πάντ' αυτό το στόμα
που κάθε πίκρα ρούφαγε κ' έχυν' ελπίδες μόνο.

Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολύ δε θα προσμένεις.
Ένα πρωί απ' τα νερά του Βόσπορου κει πέρα
θε να προβάλει λαμπερός μιας Λευτεριάς χαμένης
ο ασημένιος ήλιοα. Ω δοξασμένη μέρα!

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς, 29.05.1914 και Παρνασσός, 01.06.1914]

Τετάρτη, Απριλίου 04, 2007

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης συνομιλεί με τον Καρυωτάκη

A la maniere de... ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

POSTHUME

Δεν ήταν ζήτημα «ύψους» κι αναστήματος,
καθώς έλεγα, όταν ήμουνα στη γη,
αλλά «συστήματος», -- ή μάλλον «διαμετρήματος»,
για να ξανακερδίσω τη σιγή!

Μ' ασχέτως μ' όλα τα «συστήματα» και τα «ύψη» μου,
κάθε διέξοδος είναι καλή,
-- μια και, σα βάλσαμο στην πλήξη και τη θλίψη μου,
το Μηδέν τόσο επειγόντως με καλεί...

Περισσότερα για τον Ν. Λαπαθιώτη, στις σελίδες του Ν. Σαραντάκου.

Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

H Κατερίνα Γώγου... κι ο Καρυωτάκης

Χωρίς σχόλια...

Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι...
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι...
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι...
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μού διογκώνει το Εγώ μου...
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου...
πώς με κοιτ...
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει
αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης...

[Κατερίνα Γώγου, Απόντες, Καστανιώτης, Αθήνα 1986]

ΠΡΕΒΕΖΑ (20.06.1928 - 21.07.1928)

Μερικές φωτογραφίες από το σπίτι του Καρυωτάκη στην Πρέβεζα, όπως το επισκεύτηκε και το φωτογράφισε ο φίλος Κώστας Αραμπατζής (το 2004), ο οποίος είχε και την καλοσύνη να μου «δανείσει» τις φωτογραφίες για να βγουν στον διαδικτυακό «αέρα».

Για την παραμονή του ποιητή στο «άσχημο χωριό» έχουν γραφτεί πολλά και οι βιογραφικές λεπτομέρειες είναι ακόμα περισσότερες. Η αυτοκτονία του επισφράγισε την εκεί παραμονή του και κατοχύρωσε μια μάλλον ατυχή θέση για την Πρέβεζα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Θα ήταν, βέβαια, παράλογο να πιστεύει κανείς ότι μόνο η πόλη ευθύνεται για την αυτοχειρία. Μπορεί άραγε να μιλήσει κανείς για «ευθύνες» και «αιτίες» όταν μιλά για μια αυτοκτονία; Δύσκολο πράγμα και πολύ πιο περίπλοκο απ' όσο θα χωρούσε σε μια «επιστημονική» ανάλυση είτε εξωτερικών είτε εσωτερικών αιτίων.

Σ' έναν από τους αφορισμούς (157) του βιβλίου του Πέρα από το Καλό και το Κακό, ο Νίτσε γράφει: «Η σκέψη της αυτοκτονίας είναι δυνατή παρηγοριά: μ' αυτήν περνάει κανείς πολλές άσχημες νύχτες». Η ιστορία έγραψε τελικά τον επίλογό της στην ακροθαλασσιά της Πρέβεζας, όταν εντέλει η «σκέψη της αυτοκτονίας» έπαψε να λειτουργεί παραμυθητικά για τον Καρυωτάκη (ας μην ξεχνάμε τους «Ιδανικούς Αυτόχειρες») και έφτασε να γίνει βίωμα αβίωτο, δηλαδή θάνατος. Το αν ο ποιητής νικήθηκε από το σώμα του, από την αρρώστια του, από την επαρχία ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία που τον βασάνιζε είναι ένα θέμα που το αφήνω στους σκανδαλοθήρες. Ελάχιστη σημασία έχει το «γιατί». Δυστυχώς... (!) δεν μπορούμε να ξαπλώσουμε τον Κ. στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι για να ανακαλύψουμε τους ακριβείς λόγους της πράξης του. Δυστυχώς... (!) δεν έγραψε τελικά τις «εντυπώσεις ενός πνιγμένου» για να έχουμε περισσότερες πληροφορίες. Και... δυστυχώς... (!) το μόνο που μας έχει μείνει είναι το έργο του, στο οποίο, είτε το θέλουμε είτε όχι, περιλαμβάνεται και η αυτοκτονία. Ή μήπως... ευτυχώς;

Κυριακή, Απριλίου 01, 2007

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ


ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ

Ήλθες, ήλθες, χελιδόνι,
για να διώξεις το χειμώνα,
ήλθες μ' άνθη να στολίσεις
της καλής μας γης το χώμα.

Έλα, έλα, χελιδόνι,
σε προσένει η φωλιά σου,
έλα, έλα, να σκορπίσεις
το γλυκό κελάδημά σου.

Ήλθες, ήλθες, χελιδόνι,
την ακούμε τη λαλιά σου,
ήλθες, ήλθες και απλώνεις
μια χαρά σαν τη χαρά σου.

[Δημοσιεύτηκε: Παιδικός Αστήρ, 20.04.1913]

Δον Κιχώτες

Ένα ενδιαφέρον άρθρο της Αλεξάνδρας Σαμουήλ από το ΒΗΜΑ γύρω από την υποδοχή και την πρόσληψη του «Δον Κιχώτη» στην Ελλάδα, στο οποίο γίνεται εκτενής αναφορά στο σχετικό ποίημα του Καρυωτάκη. Δείτε το εδώ.

Όπως αναφέρει η αθρογράφος, η μετάφραση του «Δον Κιχώτη» στα ελληνικά από τον Κ. Καρθαίο (η οποία δημοσιευόταν σε συνέχειες στο περιοδικό Ο Νουμάς, 1919-1921) αποτέλεσε σημαντικό εκδοτικό γεγονός για τα νεοελληνικά λογοτεχνικά πράγματα και προσέλκυσε το ενδιαφέρον όχι μόνο του αναγνωστικού κοινού, αλλά και των νεοελλήνων λογοτεχνών, οι οποίοι βρήκαν ερείσματα έμπνευσης στο κλασικό μυθιστόρημα του Θερβάντες (το θεωρούμενο, εξάλλου, πρώτο μοντέρνο μυθιστόρημα).