Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2007

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Βαριά τα μαύρα κρέπια η νύχτα σέρνει
κ' η πλάση μια θωριά θλιμμένη παίρνει.
Δεν πάει καιρός που μες από τα πλήθια
κάποιος πιστός ξεχώρισε. Κοντάρι
δεν άδραξε για να χτυπήσει στήθια
Θεού. Του δόθηκε η μεγάλη χάρη
Θεό να θάψει. Ο τάφος, να! Θλιμμένα
κανένας μπρος στο μάρμαρο δε γέρνει,
μα η πλάση κλαίει κ' είναι όλα βουτηγμένα
στα κρέπια τα πηχτά που η νύχτα σέρνει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τα μαύρα κρέπια η μέρα τώρα σκίζει,
κι ο ήλιος χρυσαφένιος πορφυρίζει.
Ανοίγει ο τάφος. Γύρωθε πετάνε
αγγέλοι. Πέφτουν χάμου θαμπωμένοι
οι αντίχριστοι. Οι άγγελοι τραγουδάνε·
καθένας τους μιαν αρμονία υφαίνει
κ' ένα όνειρο. Τα ζαφειρένια πλάτια
αχολογάνε. Ο ουρανός χωρίζει
να Τον δεχτεί στα αιθέρια του παλάτια
κ' η μέρα όλο και μαύρα κρέπια σκίζει.

[Δημοσιεύτηκε: Ακρόπολις 22.03.1915 και Ελλάς 22.03.1915]

Πέμπτη, Ιουνίου 28, 2007

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΙΙ


ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

ΙΙ.

Σε πέπλο συννεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε -- κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ' αστέρια κι απ' αστέρια -- το φεγγάρι.

Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.

Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο· οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κ' η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.

Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ' άλλο τα κορμιά μας.
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.

Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 18.01.1915, 01.02.1915]

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ Ι


ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Ι.

Βρεθήκαμε μονάχοι στο μπαλκόνι·

μας έσπρωξε κει πάνου αυτή η φροντίδα
που τα πουλιά στα δέντρα ζευγαρώνει.

Ολόφωτη, στα σκοτεινά την είδα.


Η νύχτα με τη νύχτα των ματιών της
παράβγαινε -- μα, μάταια -- στη μαυρίλα·

κάθε άστρο μπρος στ' αστέρια των ματιών της

τρεμόσβηνε σαν άλαδη καντήλα.


Τα μάτια της τα μάργαρα... Η ματιά της

εβύθιζε, πλατειά και γοργοφτέρα,

στα τρίπαχα σκοτάδια τη φωτιά της

κ' επέταγε όλο πέρα κι όλο πέρα,


σε κόσμους ονειρόβγαλτους, σε μάκρη

ανείδωτα. Στο δροσομάγουλό της
εκύλησε διαμάντινο ένα δάκρυ

και πρόδωσε το μαύρο στοχασμό της.


Εδάκρυσα. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε δειλή, κομματιασμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):

«Ω, πάψε πια, μην κλαις, αγαπημένη».

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 18.01.1915, 01.02.1915]

Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2007

ΘΕΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ


ΘΕΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ

Και μέσα στο κατάλευκο σεντόνι

τ' ασπρότερο κορμί Του ξεχωρίζει

σαν ήλιος που ένα σύννεφό του ζώνει

χιονάτο, κι όμως παντα πορφυρίζει.


Παρθένα τη ματιά Του γύρα απλώνει,
κ' η τόση σκοτενιά, που πλημμυρίζει
μες στη σπηλιά κι όξω στον κόσμο, λιώνει
στο βλέμμα Του που, φλόγα, τη φλογίζει.


Η Μάνα Του, στης γέννας Της το στρώμα,

Το σφίγγει σαν παιδάκι Της στα στήθια

και σαν Θεό Το προσκυνάει ακόμα.


Αγγελουδιών ειρηνοφόρα πλήθια,

μ' ευλάβεια σιγογέρνοντας μπροστά Του,
υμνούνε το γλυκάκουστο όνομά Του.

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς 25.12.1914]

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Απόψε σε φαντάζομαι λευκότερη απ' τα κρίνα,
μες στο σκοτάδι το πηχτό. Σαν κάποια αγνή θεότη

στο μαύρο φόντο της νυχτιάς λαμποκοπάς. Μ' αχτίνα

μοιάζεις που ο Φοίβος φεύγοντας λησμόνησε στα σκότη.


Ναι, σε θωρώ. Απ' τον ουρανό ξεφεύγουνε τ' αστέρια
και σαν πετράδια ατίμητα στολίζουν τα μαλλιά σου.

Ο Γαλαξίας άσπρο φως στα μάγουλα, στα χέρια

σού χύνει· μες στο γάλα του βουτά την ομορφιά σου.

Να και τα μαύρα μάτια σου! Τα βλέπω: σιγανοίγουν

εκεί ψηλά στη σκοτεινιά, μεγάλα, ογρά, θλιμμένα·

σαν δυο ποτάμια φωτερά τα βλέμματά μας σμίγουν:
εσύ κοιτάζεις μένανε κ' εγώ κοιτάζω εσένα.


Από το στόμα σου φωνή δε βγαίνει, μα μου κραίνεις.
Τα δακρυσμένα μάτια σου: «Τραγουδιστή», μου λένε,

«μην τραγουδάς, κ' είναι κοντά η μέρα που πεθαίνεις».

Αυτά μου λεν τα μάτια σου, τα μάτια σου που κλαίνε.


[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 21.12.1914, 18.01.1915]

Κυριακή, Ιουνίου 24, 2007

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ


ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Την έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:
μου γύρευε ένα φίλημα. Τ' αφράτα της τα στήθια
η πιθυμιά τα τράνταζε. Δειλή, κομματιασμένη
ανέβαινε η φωνούλα της απ' της ψυχής τα βύθια.

Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλλη
κ' η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,
να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής. Μια αγκάλη
ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.

Την άκουγα κ' εγέλαγα, μ' αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,
και με γοργότη αφάνταστη -- που κάτι είχε παρμένα
απ' του σπαθιού το τράβηγμα -- το ρούχο της πετάει.

Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,
τα μάτια μου θαμπώθηκαν, επιάστηκε η φωνή μου,
και μου 'πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».

Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:
οι πόθοι μ' έσερναν εκεί, ν' αρμέξω το φιλί της,
μα μια φωνή μου φώναζεν: «Αυτή 'ναι τιποτένια
κ' έχει πουλήσει σε πολλούς τ' αμαρτωλό κορμί της».

Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα
όλ' όργητα, κάποια βρισιά μού ξέφυγε σπ' το στόμα,
κ' είπα (μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):
«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 07.12.1914. -- απορρίφτηκε από την Ελλάδα, στο φύλλο της 26.10.1914]

Της επιστροφής...

Μαζί με τους αποχαιρετισμούς κι οι επιστροφές.
Του κύκλου τα γυρίσματα μιας ζωής...
την έλεγες άραγε ζωή;
Επιστροφή εδώ, μετά από καιρό, επιστροφή στον Καρυωτάκη,
μιας επανάληψης εγκώμιο που δεν θα γραφτεί,
μιας επιστροφής ελεγείο που χάθηκε
και του
αποχαιρετισμού το πέπλο, ξανά και ξανά,
καταγραμμένο πίσω απ' τις λέξεις.
Σσσσσσς. Σιωπή...

... ΜΑ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ


... ΜΑ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

Θα κοιμηθώ, μα δίχως να ξυπνήσω,
ύπνο στέρφο απ' ονείρατα. Όπως σβήνει
το κάθε τι που ανάφτηκε, θα σβήσω,
χωρίς αχνάρι απ' το Είναι μου να μείνει.

Κάτι θα μείνει απ' το Είναι μου. Θ' αφήσω
απέναντι μια αγάπη -- όπως αφήνει
στο διάβα της, στα βήματά της πίσω,
το αιθέριο του κορμιού της μύρο, Εκείνη.

Η αγάπη μου αυξάνει κι όλο αυξάνει,
της ζήσης μου όσο σώνεται το λάδι·
χώρια από εμέ θα ζει γιγαντεμένη.

Και πριν στερνά να κοιμηθώ ένα βράδυ,
θα βουτηχτώ στου χωρισμού το θρήνο.
Μια αγάπη ζωντανή νεκρός θ' αφήνω.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 07.12.1914]