Παρασκευή, Δεκεμβρίου 30, 2005

Καλή Χρονιά

Καλή Χρονιά, Ευτυχισμένο και πιο Ποιητικό το 2006.

Ελπίζω η νέα χρονιά να φέρει και περισσότερες ανανεώσεις στις σελίδες για τον Κ.Γ.Κ.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2005

Περί Χουρμούζιου

Το κριτικό σημείωμα του Αιμ. Χουρμούζιου για την τρίτη, και τελευταία, ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη καταδεικνύει στοιχεία που συναντάμε σε αρκετές από τις κριτικές αποτιμήσεις του έργου του αυτόχειρα ποιητή, κατά την ίδια ιστορική περίοδο. Με λίγα λόγια, πρόκειται για την αμηχανία της κριτικής μπροστά στην ποίηση του Κ.Γ.Κ., μια αμηχανία που οφείλεται στην συνειδητοποίηση, από τη μια, της ποιητικής αξίας του έργου του, και από την άλλη, στην ταυτόχρονη αδυναμία των κριτικών να εντάξουν τον ποιητή σε μια ικανοποιητική και παραδοσιακή κατηγορία. Η αμηχανία αυτή, την οποία βλέπουμε και στον Χουρμούζιο, δεν είναι παρά η -- ακόμα ασύνειδη και χωρίς θεωρητική υποστήριξη -- διαίσθηση της αλλαγής που συντελείται στην νεοελληνική ποίηση με προεξάρχοντες τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη. Πρόκειται για μια αλλαγή που θα δώσει ώθηση στη νέα ελληνική μοντερνιστική ποίηση της Γενιάς του '30, η οποία ποτέ δεν έκρυψε τις εκλεκτικές της συγγένειες και τις οφειλές της στον Καρυωτάκη [ακόμα και όταν επιφανειακά τις αρνήθηκε, για λόγους «πολιτικής» και «τακτικής»].

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005

Κριτική του Αιμ. Χουρμούζιου

Κριτικό σημείωμα του Αιμίλιου Χουρμούζιου
(δημοσιευμένο με υπογραφή Α[ντρέας] Ζ[εβγάς])
στη Νέα Επιθεώρηση, το Μάρτιο του 1928.

Ο Καρυωτάκης είναι αναμφισβήτητα ποιητής με ταλέντο. Κ' έτσι μας παρουσιάζεται, στις πιο καλές ώρες του. Είν' αρκετό να διαβάσει κανείς την τελευταία του συλλογή για να το διαπιστώσει. Βέβαια, τα Ελεγεία του δεν έχουν αξίωση πως αντανακλούνε κάτι καινούριο από το περιβάλλον που ζει ο ποιητής. Είναι, το ενάντιο, μια αδιάσπαστη συνέχεια ενός τόνου μελαγχολικού που χρωματίζει τα μικροαισθήματα της καθημερινής ζωής. Ίσως να ισχυριστεί κανένας πως ο Κ. μοπιρολογεί ωραία, και πιο καλά ακόμη ξέρει να μας τονίζει κάτι μικρολεπτομέρειες που ένας άλλος δε θ' αποφάσιζε να τους αφιερώσει ούτε ένα τετράστιχο. Μα άδικα θα προσπαθήσει ο αναγνώστης να ξεδιαλύνει από μέσα στο πρώτο μέρος της συλλογής (εννοώ τα «Ελεγεία») τη σταθερή και βασική αιτία της λύπης αυτής. Θαρρείς πως κάθε τραγούδι είναι και μια στιγμιαία εντύπωση, χρωματισμένη με πένθιμο τόνο, γιατί έτσι του γουστάρει του ποιητή. Αλλού νοσταλγία πεθαμένων αναμνήσεων, αλλού γιατί η ζωή τον ξεπερνά και αυτός μένει ξοπίσω σέρνοντας τη θλίψη του, απορία "που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδια!»..., λύπη γιατί χαίρεται η ζωή κάθε Σαββατόβραδο... «ενώ για μένα η εβδομάδα ετελείωσε και μόνο», επιθυμία για μια απροσδιόριστη αλλαγή, μια βαθιά περιφρόνηση του ανθρωπισμού του («άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά / όποιος πατάει απάνωβ μας καθώς διαβαίνει»), χωρίς ωστόσο την αποκάλυψη της αιτίας ενός τέτοιο βαριεστισμού και μιας τέτοιας μελαγχολίας, χωρίς μια σταθερή συνέπεια στην έμπνευση του και στην αφορμή της.

Εκεί όμως που ο Καρυωτάκης πετυχαίνει πλέρια και που δείχνει πως
όταν το θέλει μπορεί να 'χει κάθε προτέρημα που του λείπει στα Ελεγεία, είναι οι Σάτιρές του. Αν αρχίσει κανείς από το πρώτο ποίημα («Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο») θα 'θελε κάθε στιγμή να επαναλαμβάνει τους γιομάτους σαρκασμό και πραγματικότητα στίχους:

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου...

Κι όταν προχωρήσει στην ωραία κοροϊδία της «Εις Ανδρέαν Κάλβον» ωδής, στην «Αποστροφή», στο «Όλοι μαζί...» και φτάσει στους «Δημόσιους Υπαλλήλους» και στο «Μιχαλιό», θα καταλάβει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης όταν θελήσει να κοιτάξει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι, μας δίνει πραγματικές εικόνες και όχι ασθενικές φαντασίες που θα σβήσουν με το πρώτο μετροφύλλημα...

Και είμαι βέβαιος πως δεν θα κουράσω διόλου του αναγνώστες μου παραθέτοντας ολάκερο το «Μιχαλιό», το αναμφισβήτητα καλύτερο τραγούδι από τις Σάτιρές του, αν και, κατά τη γνώμη μου, ο χαρακτηρισμός του ως σάτιρας δε θα μπορούσε και τόσο να δικαιολογηθεί:

[............]

Δε θα 'θελα να τελείωνα το μικρό αυτό σημείωμα χωρίς να παρατηρήσω πως η χρησιμοποίηση, κάπου κάπου, τύπων της καθαρεύουσας ζημιώνει περσότερο την αισθητική των ποιημάτων του, παρά [η] εξεζητημένη ρίμα.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2005

Ο Καρυωτάκης μαθητής Γυμνασίου

Στο τελευταίο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού η λέξη (τεύχος 185: Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2005) περιέχεται κείμενο του Γιώργη Μανουσάκη με τίτλο «Το πέρασμα του Καρυωτάκη από το Γυμνάσιο Χανίων». Το περιοδικό το είδα χθες που μετά από πολύ καιρό έκανα μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία. Το κείμενο του Μανουσάκη έχει βιογραφικό ενδιαφέρον και αναφέρεται στην περίοδο 1911 - 1913 όταν η οικογένεια του ποιητή είχε βρεθεί στην Κρήτη και ο Κ. φοίτησε στις δύο τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου Χανίων. Το κείμενο συνοδεύει και φωτογραφία του μαθητολογίου με τα στοιχεία του Κ. Έχει πάντως ενδιαφέρον ότι η διαγωγή του Καρυωτάκη στην Ε΄ Γυμνασίου ήταν «κοσμία», ενώ και οι επιδόσεις του στα μαθήματα ήταν μάλλον μέτριες (κατάφερε βέβαια να βελτιώσει και διαγωγή και βαθμολογία στην Ε΄ Τάξη).

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 14, 2005

Ο χώρος της λογοτεχνίας

Διάβασα τον τελευταίο καιρό το βιβλίο του Maurice Blanchot Ο Χώρος της Λογοτεχνίας. Ενδιαφέρον έργο, επηρεασμένο σαφώς από τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ και τη θεωρία του περί τέχνης. Ορισμένα κομμάτια του αντηχούν όψεις της ζωής του και του έργου του Καρυωτάκη, γι' αυτό και θα παραθέσω μερικά αποσπάσματα.


Λένε πως ο Νερβάλ, προτού πάει να κρεμαστεί, περιπλανήθηκε στους δρόμους, η περιπλάνηση όμως είναι ήδη ο θάνατος, η θανάσιμη παραπλάνηση την οποία πρέπει τελικά να διακόψει καθηλώνοντας τον εαυτό του. Σ' αυτό οφείλεται ο αέναα επαναλαμβανόμενος βραχνάς των κινήσεων της αυτοκτονίας. Εκείνος που, από αδεξιότητα, αστόχησε και δεν πέθανε, είναι σαν ένα φάντασμα που δεν εμφανίζεται παρά μόνο για να συνεχίσει να πυροβολεί την ίδια του την εξαφάνιση· το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σκοτώνει τον εαυτό του ξανά και ξανά, αιωνίως. Αυτή η επανάληψη έχει την κουφότητα της αιωνιότητας και το βάρος της φαντασίας. [σελ. 139]


Και ο αυτόχειρ και ο καλλιτέχνης σχεδιάζουν κάτι που διαφεύγει από τα πλαίσια κάθε είδους σχεδίου· μπορεί να έχουν κάποιο δρόμο, δεν έχουν όμως σκοπό και δεν ξέρουν τι είναι αυτό που κάνουν. Και οι δύο θέλουν κάτι ανυποχώρητα, μ' αυτό που θέλουν όμως, τους ενώνει μια απαίτηση που αγνοεί τη δική τους θέληση. Και οι δύο τείνουν προς ένα σημείο το οποίο πρέπει να πλησιάσουν με την επιδεξιότητα, την επιτηδειότητα, την εργασία, τις βεβαιότητες που παρέχει ο κόσμος, κι ωστόσο το σημείο αυτό δεν έχει καμία σχέση με παρόμοια μέσα, δε γνωρίζει τον κόσμο, παραμένει ξένο σε κάθε είδους εκπλήρωση και ανατρέπει συνεχώς κάθε πράξη αυτοδύναμη. Πώς να προχωρήσει κανείς με βήμα σταθερό προς αυτό που δεν αφήνει κανέναν να του δώσει κατεύθυνση; Φαίνεται πως και οι δύο δεν καταφέρνουν να φτιάξουν κάτι παρά μόνον όταν λαθεύουν πάνω σ' αυτό που κάνουν. Κοιτάζουν καλύτερα και βλέπουν πως ο πρώτος, αντί του ενός θανάτου, παίρνει στη θέση του τον άλλο, ενώ ο δεύτερος παίρνει για έργο ένα βιβλίο. Πρόκειται για μια παρεξήγηση στην οποία έχουν τυφλή εμπιστοσύνη, της οποίας όμως η ασαφής συνειδητοποίηση μετατρέπει τον προορισμό τους σ' ένα στοίχημα που το βάζουν από αλαζονία, σαν να προσχεδίαζαν ένα είδος δράσης η οποία δεν θα μπορούσε παρά μόνο ατέρμονα να φτάνει στο τέρμα. [σελ. 144]

Τρίτη, Δεκεμβρίου 13, 2005

Το σπίτι στην Τρίπολη


Μία ακόμα από τις φωτογραφίες της συλλογής του Κώστα Αραμπατζή.

Πρόκειται για το (ανακαινισμένο;) σπίτι όπου γεννήθηκε ο ποιητής. Στο σπίτι αυτό, βέβαια, δεν έμεινε πολύ αφού λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του η οικογένεια μετακόμιζε συνεχώς σε διάφορες περιοχές της χώρας (Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Πάτρα, Καλαμάτα, Αθήνα).

Κυριακή, Δεκεμβρίου 11, 2005

Αναγνώσεις ποιημάτων του Κ.Γ.Κ.

Δεν ξέρω πόσοι το γνωρίζουν, αλλά το Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού διαθέτει ανθολόγιο με αναγνώσεις ποιημάτων ελλήνων ποιητών. Μεταξύ αυτών βρίσκονται και 19 ποιήματα του Καρυωτάκη, τα οποία διαβάζουν ο Πέτρος Φυσσούν, ο Δημήτρης Χορν, ο Γ.Π. Σαββίδης και ο Μίμης Σουλιώτης. Στις σελίδες του ΣΝΕ, μπορεί κανείς να βρει αναγνώσεις ποιημάτων δεκάδων άλλων νεοελλήνων ποιητών, οι οποίες έχουν πολύ ενδιαφέρον (ειδικά αυτές στις οποίες οι ίδιοι οι ποιητές διαβάζουν τα ποιήματά τους).

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 01, 2005

Δύο νεανικά ποιήματα...

Επειδή, όπως πολλές φορές έχω πει, ο χρόνος μου είναι περιορισμένος και οι ανανεώσεις κάθε άλλο παρά συχνές, προσθέτω στην ύλη της σελίδας (μέσω του blog), όποτε μπορώ, μικρά μικρά αποσπάσματα - ψήγματα, τα οποία κάποια στιγμή θα βρουν τη θέση τους και στις κανονικές σελίδες... Για σήμερα, είπα να δημοσιεύσω δύο από τα λεγόμενα «νεανικά ποιήματα» του Κ., από το 1919.

ΟΤΑΝ ΗΡΘΕΣ...

Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπο όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.
Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.

Δημοσιεύτηκε στον Νουμά, ΙΣΤ΄, 650, 21 Σεπτεμβρίου 1919



ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Το σπίτι σου τριγύριζα (τη λάμπα η πεταλούδα
γύρω τη φέρνει ώσπου να βρει γλυκό το θάνατό της)
κ' εσύ δε βγήκες να καώ στη φλόγα της ματιάς σου.
Αλιά στα φούλια του κορμιού και στις ψυχής τα φούλια·
θα 'ρθει τη νύχτα ο μολευτής στο βούρκο ναν τα σύρει.
Μα τρισαλιά σε μένανε που μολευτής δε θα 'μαι!!

Δημοσιεύτηκε στο Φάρο (Αλεξάνδρειας), Β΄, 82, 29 Ιουλίου 1922.