Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005

Κριτική του Αιμ. Χουρμούζιου

Κριτικό σημείωμα του Αιμίλιου Χουρμούζιου
(δημοσιευμένο με υπογραφή Α[ντρέας] Ζ[εβγάς])
στη Νέα Επιθεώρηση, το Μάρτιο του 1928.

Ο Καρυωτάκης είναι αναμφισβήτητα ποιητής με ταλέντο. Κ' έτσι μας παρουσιάζεται, στις πιο καλές ώρες του. Είν' αρκετό να διαβάσει κανείς την τελευταία του συλλογή για να το διαπιστώσει. Βέβαια, τα Ελεγεία του δεν έχουν αξίωση πως αντανακλούνε κάτι καινούριο από το περιβάλλον που ζει ο ποιητής. Είναι, το ενάντιο, μια αδιάσπαστη συνέχεια ενός τόνου μελαγχολικού που χρωματίζει τα μικροαισθήματα της καθημερινής ζωής. Ίσως να ισχυριστεί κανένας πως ο Κ. μοπιρολογεί ωραία, και πιο καλά ακόμη ξέρει να μας τονίζει κάτι μικρολεπτομέρειες που ένας άλλος δε θ' αποφάσιζε να τους αφιερώσει ούτε ένα τετράστιχο. Μα άδικα θα προσπαθήσει ο αναγνώστης να ξεδιαλύνει από μέσα στο πρώτο μέρος της συλλογής (εννοώ τα «Ελεγεία») τη σταθερή και βασική αιτία της λύπης αυτής. Θαρρείς πως κάθε τραγούδι είναι και μια στιγμιαία εντύπωση, χρωματισμένη με πένθιμο τόνο, γιατί έτσι του γουστάρει του ποιητή. Αλλού νοσταλγία πεθαμένων αναμνήσεων, αλλού γιατί η ζωή τον ξεπερνά και αυτός μένει ξοπίσω σέρνοντας τη θλίψη του, απορία "που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδια!»..., λύπη γιατί χαίρεται η ζωή κάθε Σαββατόβραδο... «ενώ για μένα η εβδομάδα ετελείωσε και μόνο», επιθυμία για μια απροσδιόριστη αλλαγή, μια βαθιά περιφρόνηση του ανθρωπισμού του («άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά / όποιος πατάει απάνωβ μας καθώς διαβαίνει»), χωρίς ωστόσο την αποκάλυψη της αιτίας ενός τέτοιο βαριεστισμού και μιας τέτοιας μελαγχολίας, χωρίς μια σταθερή συνέπεια στην έμπνευση του και στην αφορμή της.

Εκεί όμως που ο Καρυωτάκης πετυχαίνει πλέρια και που δείχνει πως
όταν το θέλει μπορεί να 'χει κάθε προτέρημα που του λείπει στα Ελεγεία, είναι οι Σάτιρές του. Αν αρχίσει κανείς από το πρώτο ποίημα («Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο») θα 'θελε κάθε στιγμή να επαναλαμβάνει τους γιομάτους σαρκασμό και πραγματικότητα στίχους:

Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου...

Κι όταν προχωρήσει στην ωραία κοροϊδία της «Εις Ανδρέαν Κάλβον» ωδής, στην «Αποστροφή», στο «Όλοι μαζί...» και φτάσει στους «Δημόσιους Υπαλλήλους» και στο «Μιχαλιό», θα καταλάβει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης όταν θελήσει να κοιτάξει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι, μας δίνει πραγματικές εικόνες και όχι ασθενικές φαντασίες που θα σβήσουν με το πρώτο μετροφύλλημα...

Και είμαι βέβαιος πως δεν θα κουράσω διόλου του αναγνώστες μου παραθέτοντας ολάκερο το «Μιχαλιό», το αναμφισβήτητα καλύτερο τραγούδι από τις Σάτιρές του, αν και, κατά τη γνώμη μου, ο χαρακτηρισμός του ως σάτιρας δε θα μπορούσε και τόσο να δικαιολογηθεί:

[............]

Δε θα 'θελα να τελείωνα το μικρό αυτό σημείωμα χωρίς να παρατηρήσω πως η χρησιμοποίηση, κάπου κάπου, τύπων της καθαρεύουσας ζημιώνει περσότερο την αισθητική των ποιημάτων του, παρά [η] εξεζητημένη ρίμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: