Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

καταφύγιο ξανά

Με τα λόγια του μαθητή, μια ακόμα απορία, σε μνημόσυνο λησμονημένο:

Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρεις
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σ΄ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
σκόρπιζε γιασεμιά
φωτιζόταν για λίγο η νύχτα.

Θυμάμαι παιδί που έγραψα τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω οτι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.*


* το καταφύγιο, ιδωμένο από άλλο μάτι... ίδιο πάντα... Η ηχώ του Πόε βαθαίνει τους υπόγειους δεσμούς και τα πλοκάμια των συναρτήσεων.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2007

λεξικό


ποίηση η: . η τέχνη της σύνθεσης, της δημιουργίας λογοτεχνικών έργων σε στίχους (σε αντιδιαστολή με την πεζογραφία, τον πεζό λόγο), β. το ποιητικό δημιούργημα, το ποίημα. 2. τα διάφορα ποιητικά είδη, τεχνοτροπίες κτλ. 3. το σύνολο της ποιητικής δημιουργίας, των ποιητικών έργων μιας περιόδου, ενός ποιητή, ενός έθνους κτλ. 4. η αισθητική και συναισθηματική αξία, διάθεση, η μαγεία.

καταφύγιο το: . τόπος όπου καταφεύγει κάποιος, όπου πηγαίνει για να προστατευτεί από κπ. κίνδυνο ή για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη κατάσταση, β. μικρό οίκημα σε βουνό, όπου μπορούν οι ορειβάτες να διανυκτερεύσουν ή να προστατευτούν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο στο οποίο κασταφεύγουμε, από το οποίο ζητούμε βοήθεια και προστασία, β. χρησιμοποιώ κτ. ως μέσο για να δώσω λύση σε κτ. που με βασανίζει ή για να βρω ανακούφιση.

φθονώ: αισθάνομαι φθόνο για κπ.

φθόνος ο: το αρνητικό συναίσθημα της λύπης, της στενοχώριας και της δυσαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για την ευτυχία, την επιτυχία ή την υπεροχήτων άλλων.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

Καταφύγια θηλιές;


Κι άλλες απορίες (ή μήπως απαντήσεις;)

>> Αν είμαστε «κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «κάτι απίστευτες αντένες», «κάτι διάχυτες αισθήσεις»... δεν είμαστε άνθρωποι, αλλά σταθερά και μόνιμα κάτι άλλο. Όπερ σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αξιώνουμε την «κατοχή και χρήση» των ιδιοτήτων του υποκειμένου (λόγο, δηλαδή, ας μη μασάμε τα... λόγια μας). Όπερ σημαίνει ότι αυτό το «άλλο» που είμαστε μένει να ανακαλυφθεί.

>> Αν είμαστε «εμείς», τότε είμαστε «όλοι», δηλαδή «κανένας».

>> Άλλους δε συναντάμε στο ποίημα, όπως πχ στο «όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούν με χίλιους τρόπους». Τα πράγματα μας διώχνουν. Ο πόνος στο σώμα, στην ενθύμηση είναι ασαφής και καλυμμένος.

>> Πονάμε όταν θυμόμαστε κι όταν αισθανόμαστε-πάσχουμε (στο σώμα) ή ο πόνος οφείλεται στη μνήμη/ανάμνηση και το σώμα αυτό καθαυτό;

>> Το ότι ο θάνατος και οι άνθρωποι (που, όπως είπα και πριν, είναι νομίζω αξεχώριστα πράγματα στην ποίηση του Καρυωτάκη) λείπουν από ένα «προγραμματικό» ποίημα ενισχύει την παρουσία τους γιατί εδώ είναι που ο ποιητής μοιάζει να καταλαβαίνει ότι το κρίσιμο βρίσκεται πίσω και από τους ανθρώπους και από το θάνατο.

>> Ποια είναι η φύση που αίφνης κάνει την εμφάνισή της για να μπερδευτεί στα νεύρα μας; Υπάρχει (πια) μη ανθρώπινη φύση;

>> Το καταφύγιο είναι απαλλαγμένο απ' τον πόνο;

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Αυτό που λείπει...


Αποριών συνέχεια:

Γιατί στο ποίημα όπου οριστικά έδεσε ο Καρυωτάκης ποίηση, καταφύγιο και φθόνο, λείπουν ολοκληρωτικά οι άνθρωποι; Στην ερημιά αυτού του ποιήματος λείπει ακόμα και ο θάνατος. Δύο, δηλαδή, από τα πιο σημαντικά, τα πιο κεντρικά του μοτίβα μοιάζουν να απουσιάζουν πλήρως. Και μάλιστα σ' ένα ποίημα που θα το έλεγε κανείς «προγραμματικό». Γιατί; Για να λάμψουν δια της απουσίας τους; Για να ακουστεί η εκκωφαντική σιωπή; Ίσως τα πράγματα να είναι αντίθετα. Η ερημιά είναι ίδια είτε χωρίς ανθρώπους είτε μέσα στο πλήθος. Ο πόνος του θανάτου είναι ίδιος είτε πρόκειται για τον οριστικό είτε για τους μικρούς καθημερινούς. Ένα προγραμματικό ποίημα δε θα μπορούσε έτσι να παραγνωρίσει την αλήθεια ότι ο θάνατος και οι άνθρωποι ή ο άνθρωπος και οι θάνατοι είναι ένα πράγμα, το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Στην ερημιά από ανθρώπους, ακόμα και από εαυτό-υποκείμενο, στην πέραν του θανάτου χώρα, ο ποιητής δε βρίσκει γαλήνη, παρά μονάχα ένα ανάπηρο «καταφύγιο», εκεί που διωγμένος από τα πράγματα (τα πάντα ίδια, πανταχού παρόντα, τρομακτικά πράγματα) δέχεται πια (αργά...) το δίδαγμα της ταπεινής του τέχνης. Πέρα απ' τις προδοσίες, τους θανάτους, τους ανθρώπους.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

Θάνατοι

Αν ο «θάνατος» είναι η δεσπόζουσα, η σταθερά, στο έργο του Καρυωτάκη, τι γίνεται με τους μικρούς, καθημερινούς θανάτους; Σ' ένα από τα ύστατα, τα τελευταία ποιήματά του, κλείνει οριστικά αυτό το ζήτημα. Ο θάνατος, που στο προηγούμενο έργο του μοιάζει να 'ναι κενό γράμμα, πανταχού παρών, γίνεται τώρα καθημερινός, τετριμμένος. Τετριμμένος είναι ο θάνατος στην Πρέβεζα. Ο θάνατος της καθημερινότητας, ο καθημερινός θάνατος. Πολύ σοβαρότερος απ' τον πραγματικό, πολύ πιο οριστικός... Μέσα στο θόρυβο των ανθρώπων και του εαυτού μας...

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007

Ποίηση καταφύγιο;




Απορίες:

(1) Η ποίηση ως αντίπαλο δέος των πραγμάτων, συνιστά παράλληλη διάσταση του κόσμου, έναν κόσμο δεύτερο, κατοπτρικό (αντεστραμμένο ή όχι, δεν έχει μεγάλη σημασία -- ή μήπως έχει;) ή μια εναλλακτική πραγματικότητα που είναι συνάμα καταφύγιο και πόνος;

(2) Ανάμεσα στην ποίηση ως καταφύγιο και την ποίηση ως αβίωτη επιλογή αιωρείται μια υπόνοια ζωής σε στάση, μιας ζωής ακινητοποιημένης. Θα μπορούσε όμως να είναι και μια ζωή σε αναμονή; Εδώ προφανώς πρόκειται για ζήτημα επιλογής. Αξιολογικής, ηθικής ή ακόμα ακόμα υπαρξιστικής. Αισιοδοξία ή απαισιοδοξία. Το καταφύγιο θα 'ναι πάντα «καταφύγιο που φθονούμε» ή θα μπορέσει ποτέ να γίνει καταφύγιο πραγματικό;

(3) Η ποίηση ως καταφύγιο αναδεικνύεται σ' ένα ποίημα που εκθεμελιώνει -- για πολλοστή μάλλον φορά στο έργο του Καρυωτάκη -- το υποκείμενο. Είναι αυτό (και πάλι) μια υπαρξιστικού τύπου στρατηγική, μια προσπάθεια να γραφτεί η εμπειρία της διάχυσης του υποκειμένου μέσα στο κείμενο, της διάλυσής του μέσα στο ποίημα και της ένωσής του με το έργο; Ή, από την άλλη, είναι η απλή κατάφαση στην κοινωνική αλήθεια της αναπηρίας αυτού του υποκειμένου, που εκθειάστηκε ως πανίσχυρο και πανταχού παρόν, αλλά αποδείχτηκε κατώτερο των περιστάσεων;

(4) Γιατί φθονεί το καταφύγιο της ποίησης ο Κ.; Είναι η αδυναμία της να προσφέρει τελικά τα υπεσχημένα; Να εκπληρώσει τον πατροπαράδοτο ρόλο της απέναντι σε αναγνώστη και ποιητή; Να προσφέρει παρηγοριά ή να παρακινήσει τη ζωή; Να πει αλήθειες, να περιγράψει πραγματικότητες και οράματα; Φθονεί την ποίηση γιατί την έχει πια δει χωρίς αυταπάτη; Μήπως, όμως, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και ένας ακόμα λόγος, που γεννιέται μέσα στα όρια του ποιήματος; Είναι η «ποίηση ως καταφύγιο» απλώς μια διαπίστωση, η κατακλείδα της ιστορίας του υποκειμένου που θέλησε να διηγηθεί ο ποιητής; Μήπως δεν έχει νοσταλγία ή θρήνο, αλλά απλώς βεβαιώνει την ιστορική και κοινωνική αλήθεια που γνωρίζει ο ποιητής;

(5) Βρίσκεται το κλειδί του ποιήματος στην προτελευταία στροφή; Στις επόμενες απορίες...

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις

Παρασκευή, Νοεμβρίου 30, 2007

Ο «συμφοιτητής» στο Νουμά

Μιας και το θυμήθηκα χθες, δείτε εδώ το ποίημα όπως είχε δημοσιευτεί στο Νουμά, στις 24 Οκτωβρίου 1920, αφιερωμένο στο φίλο του Καρυωτάκη, Χαρίλαο Σακελλαριάδη. Όπως και τα άλλα pdf και αυτό είναι μια προσφορά του φίλου Βασίλη.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 29, 2007

Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να γέρασε



Θα λείπεις, το κρασί τους θα ΄ναι αλλιώτικο,
Όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 28, 2007

Της αχαριστίας ο κήπος


Τις τελευταίες μέρες στριφογυρίζει στο μυαλό μου αυτό το κείμενο. Από εδώ μπορείτε να το κατεβάσετε σε pdf όπως δημοσιεύτηκε στην Αλεξανδρινή Τέχνη το Σεπτέμβριο του 1929 [μια ευγενική προσφορά του αναγνώστη -- του blog και του Καρυωτάκη -- Βασίλη].

Οι κήποι του Καρυωτάκη συνιστούν ένα ολόκληρο σύμπαν στο ποιητικό του έργο. Μια δική τους ξεχωριστή κατηγορία που ταυτόχρονα διατρέχει κάθε ποίημα ή, αντιστρόφως, κλείνει μέσα της το/α μυστικό/ά των υπόλοιπων ποιημάτων. Ίσως κάποτε να μπορέσω να επιστρέψω σ' αυτούς τους κήπους, τους γεμάτους φίδια, σκιές, θηλιές και αγκάθια.

[Ο κήπος της φωτογραφίας είναι του Βίνσεντ Βαν Γκογκ]

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2007

Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2007

Μαθητής κι αυτός...

Μνημόσυνο όμως όχι (ακόμα;).
Αν και τον μνημόνευσε προσφάτως μια φωνή απ' το παρελθόν. Και μου τον θύμισε.

Χορός Συρτός

Κάλλιο χορευταράς να 'μουνα πέρι
κόλλες που να κρατώ και μολυβάκια
θα 'σερνα συρτό χορό, χέρι με χέρι,
μ' όλα μας του γιαλού τα καραβάκια.

Κι ένα ψηλό τραγούδι για σιρόκους
θ' άρχιζα, γι' αφροπούλια και για ένα
γλαρό καράβι με πανιά και κόντρα φλόκους,
που θα 'ρχονταν να μ' έπαιρνε και μένα.

Με χώρις Καρυωτάκη, Πολυδούρη,
μόνο να τραγουδάν τριγύρω οι κάβοι,
κι οι πένες μου πενιές σ' ένα σαντούρι,
άσπρα πανιά σου οι κόλλες μου, καράβι!

Γιαλό-γιαλό να φεύγουμε και άντε!
να λέμε όλο για μάτια, όλο για μάτια,
κι εκεί -λες κομφετί μες στο λεβάντε-
όλα μου τα γραφτά χίλια κομμάτια!

Και, σα χτισμένη εκεί από κιμωλία,
βαθιά να χάνεται η Χαλκίδα πέρα,
μ' όλα μου ανοιγμένα τα βιβλία,
καθώς μπουλούκι γλάροι στον αέρα...

Γιάννης Σκαρίμπας

Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007

Ο Σεφέρης και ο Καρυωτάκης


Απόσπασμα απ' την Εισαγωγή του Γ. Σεφέρη στη μετάφρασή του της Έρημης Χώρας του Έλιοτ, το 1936 [παρατίθεται στο βιβλίο του Αλ. Αργυρίου: Κ.Γ. Καρυωτάκης: Τα ανοιχτά προβλήματα της ποίησης και της ζωής του].

Όμως η αποφασιστική επίδραση πάνω στο έργο του Έλιοτ, και η πιο γόνιμη, στάθηκε η επίδραση του Jules Laforgue: πικρά συναισθήματα κάτω από μια χιουμοριστική απάθεια, λεπτομέρειες κοινότοπες με μια ροπή να γίνουν συγκλονιστικές, δίψα του απόλυτου που καταλήγει σε μηδενισμό, εικόνες ρεαλιστικές εναρμονισμένες με την αίσθηση μιας ψυχικής απομόνωσης, ποίηση γελωτοποιού, όπου οι επιστημονικοί όροι και οι λόγιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μια αμλετική αναποφασιστικότητα, μουσική γεμάτη παρατονισμούς όπως και η ψυχολογία. Κάτι γνωρίσαμε κι εμείς από τη διάθεση αυτή με τον Καρυωτάκη. Ο στίχος του κ. Προύφροκ, που θαυμάστηκε τόσο γύρω στα 1914:

Μέτρησα τη ζωή μου με το κουταλάκι του καφέ

δεν είναι πολύ διαφορετικός από το στίχο των «Ελεγείων»:

ή να βυθομετρούσατε και σεις με μια φουρκέτα τ' άδειο σας κεφάλι!

Αρχίζει κανείς όπως μπορεί...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2007

Μνημόσυνων... συνέχεια

Πάλι με καθυστέρηση μιας μέρας. Εδώ μνημόσυνο φίλου σκοτεινού, σιωπηλού, υπόγειου. 31 Οκτωβρίου του 1888 γεννήθηκε ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ήταν πολλά πράγματα, ένα από αυτά «ποιητής». Της γενιάς, της παρέας, της σκοτεινιάς του Καρυωτάκη. Μνημόσυνο ημιτελές, όπως όλα.

Γύρω η μαυρίλα,
Μέσα η καρδιά μου.

Στο πάτημά μου
Τρίζουν τα φύλλα.

Νερό αργοκύλα !
Στολίδια γάμου

Ξεσκίδια χάμου.
Ανατριχίλα

Μες στο βιβλίο
Σκυμμένα μάτια,

Και δε διαβάζω.

Σιωπή, ερμιά, κρύο.
Πέρα; Παλάτια.

Σκοινιά. Σπαράζω...

Τετάρτη, Οκτωβρίου 31, 2007

Του μαθητή ... μνημόσυνο

Και πάλι για τους μαθητές -- για τον καλύτερο. Αργοπορημένο μνημόσυνο, κατά μία μέρα, έστω. Στις 30 Οκτωβρίου του 1988, ο Τάσος Λειβαδίτης άφησε τα εγκώσμια, οριστικά κι αμετάκλητα. Μείναν όμως κατόπιν του οι στίχοι...

Kαι μόνο εκείνη η γυναίκα, θα ’ρθει η αναπότρεπτη ώρα,
μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ' την πιο βαθειά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

--||--

Ζήσαμε πάντοτε αλλού
και μόνο όταν κάποιος μας αγαπήσει
ερχόμαστε για λίγο.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 29, 2007

Των μαθητών απώλεια



Κατά τα φαινόμενα, ένα ακόμα post χωρίς άμεση σχέση με τον Καρυωτάκη. Υπόγειοι δεσμοί και πάλι. Εντός και εκτός των τειχών. Απώλεια ενός ακόμα μαθητή. Απ' τους καλύτερους... κι αυτός.


Μνημόσυνα (εκ του Ποιείν):
http://www.poiein.gr/archives/1509/index.html
http://www.poiein.gr/archives/689/index.html

[η εικόνα απ' το: http://genesis.ee.auth.gr/dimakis/mandragoras/25/14.html]

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2007

«Ο πολλαπλός κόσμος του Καρυωτάκη»

Ο Αλ. Αργυρίου συγκέντρωσε έξι κείμενά του για τον Καρυωτάκη, στον τόμο Κ. Γ. Καρυωτάκης: Τα ανοιχτά προβλήματα της ποίησης και της ζωής του (εκδ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ). Φυσικά, ένα από τα κεντρικά θέματα αυτών των κειμένων (που γράφτηκαν μεταξύ 1971 και 1997) είναι το ζήτημα της «ποιητικής αξίας» του Κ. Θα ήθελα κάποτε να επανέλθω σ' αυτό το θέμα, αν και εφόσον. Εν τω μεταξύ, μπορείτε να δείτε τη σχετική βιβλιοκριτική του Β. Χατζηβασιλείου, στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 10, 2007

100... ένας αιώνας


Για την εκατοστή ανάρτηση, τόσα χρόνια μετά την πρώτη, ακόμα περισσότερα από τότε που -- από εμμονή ανεξιχνίαστη (;) -- φτιάχτηκε η πρώτη σελίδα για τον Καρυωτάκη, δέκα χρόνια πριν (σχεδόν ένας αιώνας), μπας και βγει ένα κομμάτι ποίησης στο Internet.

Η εκατοστή ανάρτηση άσχετη απ' τον Καρυωτάκη, αλλά και τελείως δική του, με τη φωνή ενός απ' τους πιο καλούς, τους πιο πιστούς, μαθητές του.

Η εκατοστή ανάρτηση, μυστικοί δεσμοί, αδέλφια, χαρτιά, μολύβια, «δρόμοι που δε βγάζουν πουθενά», οι δικοί μας όμως μικροί. Brothers in arms κι ας μη το διαβάσουν αυτό

[Κάντε κλικ εδώ, για μια απαγγελία, απ' το ποιείν, του Σ. Παστάκα... blog και podcast]


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 23, 2007

Είναι απολύτως αδύνατον να με αγαπάει με την ίδια αγάπη που τον αγαπώ

Από το ημερολόγιο της Πολυδούρη - 23 Ιουλίου 1922.

«Είναι απολύτως αδύνατον να με αγαπάει με την ίδια αγάπη που τον αγαπώ. Όταν είναι σιμά μου, έχιε μια τρέλα ακατανόητη, την οποία βέβαια θα μπορούσε να έχει μπροστά και σε μια άλλη γυναίκα που δεν θ' αγαπούσε [...[. Είχε χθες νεύρα πολλά [...]. Σε μια στιγμή του είπα: "Δε θέλω να με φιλείς", και μου απάντησε απότομα: "Θέλω εγώ" [...]. Το βράδυ φάγαμε μαζί σε μια μπίρα. Χλωμός, εξαντλημένος, με τις νευρικές χειρονομίες του, είχε μια γοητεία αλλιώτικη [...]. Δεν του λέω εντούτοις παρά ελάχιστα από όσα νιώθω σιμά του. Δεν ξέρω, μου φαίνεται πως δεν προσέχει· ασφαλώς, κρίνοντας από τον εαυτό του, θα λέει: "Τι υπερβολές, βρε αδερφέ!". Έτσι βρίσκω κ' εγώ κάθε λόγο αγάπης που θα μου ειπεί, υπερβολή. Δεν μιλεί, πολλές φορές, ψάχνοντας να βρει κάτι που θα μπορέσει να με χτυπήσει βαθιά. Έτσι τάχα μού δείχνει πως με αγαπάει, ενώ λέγοντας αυτά γελάει μέσα του, το ξέρω καλά. Η αρχή της αγάπης του ήτανε ένα ψέμα· γιατί τάχα να θέλω να είναι αλήθεια τώρα όσα μου λέει;».

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 22, 2007

1922 | Επιστολή του Καρυωτάκη στην Πολυδούρη

Μαρίκα μου,
Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου. Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω. Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ' αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ' αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν' αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα «Τάκη!» ή ένα «πού είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να 'μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως -- το ομολογώ -- άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα σα να λέμε την αγάπη μας.

Με χίλια φιλιά
Κ.
01-06-1922


Επιστολή του Καρυωτάκη στην Πολυδούρη, γραμμένη πίσω από δύο δελτάρια που εικονίζουν ορεινά τοπία της Ιταλίας, συνοδευμένα από έντυπες λεζάντες ιταλικών στίχων.

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 21, 2007

Για το ΠΕΛ ΜΕΛ

Από κείμενο του Χαρ. Σακελλαριάδη [στα Άπαντα, σ. 393].

Το καλοκαίρι του 1921, παραδομένος καθώς ήταν [ο Καρυωτάκης] στην μποέμικη ζωή [...], ζητώντας διαρκώς τρόπο ν' απαλλαχτεί από την τόσο καταθλιπτική γι' αυτόν υπαλληλική ζωή, βρήκε επιτέλους τον ακόλουθο: παρακολουθώντας κάπου κάπου θεατρικές επιθεωρήσεις, νομίσαμε πως θα μπορούσαμε και μεις να γράψουμε καμιά, και μάλιστα καλύτερη απ' αυτές που βλέπαμε [...]. Σκεφτόμαστε πως αν παιζόταν και πετύχαινε, ασφαλώς κατόπι θα μας ζητούσαν να γράψουμε κι άλλες, και μ' αυτόν τον τρόπο θα λύναμε το πρόβλημα της ζωής. Καθισμένοι λοιπόν στο ιστορικό καφενεδάκι του κήπου του Κλαυθμώνα [...], σκαρώναμε μαζί στιχάκια [...]. Η επιθεώρηση, που την εβάφτισε ο ίδιος Πελ-Μελ [= Φύρδην-Μίγδην], δεν αξιώθηκε τη μεγάλη τιμή να παιχτεί από κανένα καλοκαιρινό, ούτε καν από τους πλανόδιους θιάσους.

ΠΕΛ ΜΕΛ / VIII

VIII.

Τα παλιά μας τραγούδια, Πατρίδα,
δε θ' ακούσεις αυτή τη φορά·
μακρινής τώρα δόξας η αχτίδα
των παιδιών σου δεν είν' η χαρά.

Οι προγόνοι μας ήσαν μεγάλοι,
μα κι αντάξιοι τους είμαστ' εμείς,
των Ελλήνων η αλκή βρήκε πάλι
τα φτερά κάποιας νέας ορμής.

Και γεμίζει, Πατρίδα, τα στήθια
σαν υπόσχεση μια ευχή,
όσα ονείρατα γίναν αλήθεια
του θριάμβου σου να 'ν' η πηγή.

Δέκα χρόνια σωστά πολεμούμε
σε πελάγη, στεριές και βουνά,
από νίκη σε νίκη πετούμε,
από νίκη σε νίκη ξανά.

Τώρα πάλι εκεί στην Ασία
ο Τρανός Βασιλιάς οδηγεί
τους ανδρείους μας στην ελευθερία
που χαρίσαν στη σκλάβα τη γη.

Και με τον Κωνσταντίνο, με μια επλίδα,
με μια σκέψη, με μια καρδιά,
να κινήσουμε, ναι, για την Πατρίδα
και να μπούμε στην Άγια Σοφιά.

Το ρολογάκι

«Η ζωή μου είναι ένα ωραίο (τρόπος του λέγειν) ρολογάκι, το οποίον ο Παντοδύναμος έχει την καλοσύνη να κουρντίζει ακόμη κάθε πρωί».

Από επιστολή του Καρυωτάκη στον Χαρίλαο Σακελλαριάδη (31 Μαΐου 1925).

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007

ΠΕΛ ΜΕΛ / VII

VII.

ΑΝΤΡΕΣ
Τώρα μέρες και καιρό
να μου δώσεις λαχταρώ
το θερμό σου φιλί.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Με τα λόγια τα γλυκά
και με χάδια τρυφερά
μ' έχεις κάνει τρελή.

ΑΝΤΡΕΣ
Έλα, έλα δω κοντά
για ν' ακούσεις πώς χτυπά
η καρδιά μου για σε.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Κ' εγώ θέλω να σου πω
πόσο, πόσο σ' αγαπώ,
αϊτέ μου χρυσέ.

ΑΝΤΡΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Γι' αυτούς έτσι που αγαπούν
όλα γύρω θα σιωπούν,
θ' ακούγωνται τα φιλιά
στης νυχτός τη σιγαλιά.

ΑΝΤΡΕΣ
Θα νυχτώσει και θα 'ρθει
το σκοτάδι το βαθύ,
θα 'ν' ο έρωτας [μας] κρυφός.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Τώρα μόνο δυο γλυκά
θα 'χω χείλη για δροσιά,
τη ματιά σου για φως.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 15, 2007

ΠΕΛ ΜΕΛ / VI

VI.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Ήλθον ενταύθα ο δύστηνος
αφήσας εσπευσμένως
τη σύζυγον μου οίκαδε
μονάχην, ο καημένος.

Ου μην αλλά και την τερπνήν
διέκοψα μελέτην,
μόλις προφθάσας πρόχειρον
να δέσω λαιμοδέτην.

Και κήρυξ ήλθον αρετής
εις τόπον απωλείας,
ένθα οι νέοι οδηγούν
διπυριτοκλεπτρίας

και λήσμονες, οι άθλιοι
της δόξης των προγόνων
εις όργια παραδίδονται
ερώτων πάνυ αγόνων.

ΓΚΑΡΣΟΝΙ
Η ευφράδεια του λόγου σου,
διδάσκαλε, μας τέρπει·
μ' αν θέλεις και του λόγου σου,
έχουμε την Ευτέρπη,

ενάρετον κοράσιον
σπανιωτάτου κάλλους,
που εφοίτησε τις γυμνάσιον
και προτιμά δασκάλους.

Μαθήματα ευχάριστα
ολίγα θα της δώσεις,
αν και γνωρίζει άριστα
τας κλίσεις και τας πτώσεις.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ
Οίμοι, παπαί, ιατταταί!
βαβαί και πάλιν οίμοι!
Θράσους ομοίου παράδειγμα
-- δεν με απατά η μνήμη --

ουδείς ποτέ ανέγραψε,
ουδείς των συγγραφέων.
Τι λόγοι σας εξέφυγαν
του έρκους των χειλέων;

Τον κεραυνόν σου, δος μοι, ω Ζευ,
ίνα τους κατακάψω!
Προτείνετε, αλιτήριοι,
φιλίαν να συνάψω

με διπυριτοκλεπτρίαν,
χυδαϊστί κοκόταν;
Να 'ταν τουλάχιστ' όμορφη,
επήγαινε κ' ερχόταν!

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 13, 2007

Επιστροφή x2

Η βροχή μας έφερε κοράκια
στο μυαλό σου τρίζουν ακόμα τα λάστιχα
του δρόμου.
Σφυράς στο μανιασμένοι άνεμο
μα δε σ' ακούει πια ούτε μια λύπη.
Ξεκίνησες να πας
κι ύστερα κρύφτηκες
επιστροφή
άλλη μια
μέχρι πότε;

Σάββατο, Ιουλίου 28, 2007

H Φούγκα του Θανάτου


Το post τούτο δεν έχει άμεση σχέση με τον Καρυωτάκη, αν και οι μυστικοί δεσμοί ίσως να είναι ανακαλύψιμοι ή έστω ονειρικοί. Σε κάθε περίπτωση, η ανάγνωση από τον Celan του ποιήματός του, που προσφέρει το «Ποιείν», αξίζει να ακουστεί... Η Φούγκα του Θανάτου, λοιπόν, εδώ...

Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2007

ΠΕΛ ΜΕΛ / V.

V.

[ΓΚΑΡΣΟΝΙ]

Είμ' εγώ το δύστυχο γκαρσόνι,
κ' είναι της μοίρας μου γραφτό,
όποιο ζευγαράκι ζαχαρώνει
να τρέχω να το υπηρετώ.

Μόλις έρθει κάποιος και χτυπήσει:
«Έλα, γκαρσόν· έλα, μικρέ»
άλλος θα προβάλει, θα ζητήσει
να του ετοιμάσω σεπαρέ.

«Ψιτ-ψιτ, ψιτ-ψιτ, δώσε στην κυρία
μια πετσέτα καθαρή».
«Ψιτ-ψιτ, ψιτ-ψιτ, θέλουμε ησυχία·
φέρε μας μόνο το κερί».

Άμοιρος που είμαι! Το τι τραβώ!

«Έ, μικρέ, ψιτ-ψιτ, τρέχα εκεί, παρ' αυτό,
γρήγορα τα πιάτα, το νερό 'ναι ζεστό!»
Χτύπος δω: να, να, να! «Ε, γκαρσόν!» χτύπος κει,
«φέρε τη μπριτζόλα! το ψωμί δεν αρκεί!»

Θέλησε μαζί μου να τα φκιάσει
κάποια ξανθή καμωματού.
Την είχ' ένας κύριος γελάσει
και δεν ήρθε στο ραντεβού.

Μα 'γω δε δέχομ' από κυρίες
παρά μονάχα πουρμπουάρ.
Τέτοιες δε μ' αρέσουν ιστορίες·
ωραία κυρία, ωρεβουάρ.

«Ψιτ-ψιτ, ψιτ-ψιτ, μου 'πεσε, καημένε,
μια φουρκέτα απ' τα μαλλιά...»
«Ψιτ-ψιτ, ψιτ-ψιτ, αχ, μαζί μου μένε,
δώσε μου μπύρα και φιλιά!»

Άμοιρος που είμαι! Το τι τραβώ!

«Έ, μικρέ, ψιτ-ψιτ, τρέχα εκεί, παρ' αυτό» κτλ.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σάββατο, Ιουλίου 21, 2007

ΠΕΛ ΜΕΛ / IV.

IV.

[Α΄ ΚΟΠΕΛΑ]
Εδώ μέντα καραμέλα
έχω αρωματικά.

ΓΚΑΡΣΟΝΙ
Αχ, μικρή μου, έλα, έλα,
και μη γίνεσαι κακιά!

[Β΄ ΚΟΠΕΛΑ]
Καραμέλα στο χαρτάκι,
της κανέλας, ρώσικη.

ΓΚΑΡΣΟΝΙ
Το απαλό σου σωματάκι
καραμέλα στο χαρτί.

[Γ΄ ΚΟΠΕΛΑ]
Αν ο κύριος εζητούσε
καραμέλα φραμπουάζ...

ΓΚΑΡΣΟΝΙ
Κι ο Λενίν θα σ' αγαπούσε,
και ας είσαι μπουρζουάζ.

[Δ΄ ΚΟΠΕΛΑ]
Τα ξινά θα προτιμάτε·
τότε, πάρετε "σιτρόν".

ΓΚΑΡΣΟΝΙ
Καραμέλες κι αν πουλάτε,
με τα μάτια όλοι σάς τρων.

[Ε΄ ΚΟΠΕΛΑ]
Μα καλύτερα νομίζω
να διαλέξετε "μπανάν".

ΓΚΑΡΣΟΝΙ
Το μυαλό μου δεν ορίζω,
δώστε, δώστε μου ό,τι να 'ν'!

[ΣΤ' ΚΟΠΕΛΑ]
Καραμέλα, καραμέλα,
καραμέλα "σοκολάτ".

ΓΚΑΡΣΟΝΙ
Αχ, μικρή, μαζί μου έλα,
Πριγκιπέσσες μου, ελάτ'!

[ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ]
Κόμισσα η μια,
η άλλη μαρκησία,
ζούσαμε τρελά
πέρα στη Ρωσία.

Αχ, ευγενικές
ήμαστε κοπέλες,
γίναμε γλυκές
τώρα καραμέλες.

Δώσε κατιτί
και αγόρασέ μας,
σκίσε το χαρτί
και πιπίλισέ μας.

Για τη δυστυχιά
διόλου μη σε μέλει.
Η ζωή γλυκιά
πίνε της το μέλι.


Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

ΠΕΛ ΜΕΛ / ΙΙΙ.

ΙΙΙ.

ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ
Είμαστε μείς οι σουφραζέτες,
των γυναικώνε το καμάρι
και των αντρών μας η τρομάρα,
με το σακάκι και με τη φούστα
με το σκληρό και το γοβάκι
με τρανσπαράν και με κολάρα.

ΑΝΤΡΕΣ
Τι σαχλαμάρα! Τι σαχλαμάρα!

ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ
Τον κόσμον όλον αψηφάμε,
κόρτε δεν ξέρουμε τι είναι,
για μας δεν έχει ο έρως τόξα.
Να κατορθώσουμε μονάχα
θητεία και ψήφο να χαρούμε,
άλλη δε θέλουμε πια δόξα.

ΑΝΤΡΕΣ
Θε μου τι λόξα! Θε μου τι λόξα!

ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ
Εδοκιμάσαμε τους άντρες,
κατά διαβόλου μας επήγαν,
μα τώρα ήρθε η σειρά μας.
Του κράτους τώρα τα ηνία,
πρέπει να πάρουμε στα χέρια,
στα χέρια δω τα στιβαρά μας.

ΑΝΤΡΕΣ
Ω συφορά μας! Ω συφορά μας!

ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ
Θέλουμε ισότητα και ψήφο,
στα υπουργεία θέλουμε θέσεις,
και ό,τι άλλο μας ανήκει.
Μα και στρατιώτες θα ντυθούμε,
να πολεμήσουμε θα πάμε
και θε να φέρουμε τη νίκη.

ΑΝΤΡΕΣ
Ένα ποντίκι! Ένα ποντίκι!

ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ
Όλοι με μας αν κοροϊδεύουν
και διαρκώς αν σατιρίζουν
την ευγενή μας την ιδέα,
θα 'ρθει μια μέρα που θα μάθουν
ότι καλύτερα γελάει
όποιος γελάει τελευταία.

ΑΝΤΡΕΣ
Τα λέτε ωραία! Τα λέτε ωραία!

ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ
Σαν πάρουμε την εξουσία
στους άντρες μας θα εμπιστευθούμε
το σπίτι, το νοικοκυριό μας.
Θα μαγειρεύουν στην κουζίνα,
θα συγυρίζουνε, θα πλένουν,
και θα κουνάνε το μωρό μας.

ΑΝΤΡΕΣ
Αλίμονό μας! Αλίμονό μας!

ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ
Κυρία Παρρέν και λαίδη Πάνκχωρστ,
ξανθές Αγγλίδες, Ελληνίδες
με μάτια μαύρα και μεγάλα,
για την ιδέα παραμελούμε
τη νιότη μας, την ομορφιά μας,
τον έρωτα και όλα τ' άλλα.

ΑΝΤΡΕΣ
Θα σας βάλουμε στη γυάλα!

ΣΟΥΦΡΑΖΕΤΕΣ
Άντρες, αν δε σας πείθουν λόγια,
τότε μονάχο σύνθημά μας
θα 'ναι: πελέκι και λεπίδα!
Θα πολεμήσουμε μαζί σας
ώσπου να φύγει του αίματός μας
η τελευταία ρανίδα.

ΑΝΤΡΕΣ
Μια κατσαρίδα! Μια κατσαρίδα!


Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007

Ποιήματα ποιητικής

Είναι μάλλον προσωπική εμμονή να κοιτάω συχνά-πυκνά τι γράφεται στο Internet για τον Καρυωτάκη. Πέρα από το έργο του, διάφορα χρήσιμα (ή και άχρηστα) κείμενα κάνουν την εμφάνισή τους στο διαδικτυακό αέρα. Στο archive.gr βρήκα, λοιπόν, ένα ενδιαφέρον κείμενο για τα λεγόμενα «ποιήματα ποιητικής» του Καρυωτάκη, σε σύγκριση με αντίστοιχα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη. «Ποιήματα ποιητικής» ονομάζονται τα αναστοχαστικά ποιήματα, τα ποιήματα δηλαδή στα οποία οι ποιητές στρέφουν το βλέμμα τους στην ίδια τους την τέχνη, στα εκφραστικά τους μέσα και στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο λόγος τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για προγραμματικά ποιήματα, τα οποία συνδυάζουν την καλλιτεχνική πρόθεση με την αισθητική αποτίμηση: ο ποιητής λειτουργεί, σε αυτά, ταυτόχρονα ως καλλιτέχνης και ως κριτικός -- ερχόμενος κοντά σε παλαιότερες λογοτεχνικές μορφές, όπου η λειτουργία της ποίησης και εκείνη της κριτικής δεν ήταν ξεκάθαρα διαχωρισμένες. Συγγραφέας του εν λόγω κειμένου είναι η Ανδρονίκη Μαστοράκη και μπορείτε να το δείτε εδώ.

Σάββατο, Ιουλίου 14, 2007

ΠΕΛ ΜΕΛ / ΙΙ.

ΙΙ.

[ΟΙ ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΑΙ]

Τι τραβάμε, τι τραβάμε
κ' εμείς οι ενοικιασταί!
Τρύπα να 'μπουμε ζητάμε,
μα δε θά 'βρουμε ποτέ.
Σέρνουμε τα μπαγάκια μας
τραβώντας τα μαλλάκια μας.

Και δωμάτιο σαν εβρούμε
δέκα μέτρα υπό την γην,
«νοίκι! νοίκι! νοίκι!» ακούμε
και τρεπόμεθα εις φυγήν.
Χωρίς να εντρεπόμεθα,
όλο εις φυγήν τρεπόμεθα.

Refrain

Χαρά σ' εκείνον που μπορεί,
έτσι καλά και σώνει,
τον ύπνο του να τον χαρεί
χωρίς να τον πληρώνει.
Παλάτι έχει το βουνό
και σκέπασμα τον ουρανό
κ' ελπιδα το κανόνι.

Σε υπόγειο να 'σαι χάμου,
οχτακόσες σου ζητάν.
Δεν τις δίνεις; φουκαρά μου,
μες στο δρόμο σε πετάν!
Ή γδέρνεσαι και γδύνεσαι
ή αστρονόμος γίνεσαι.

Αν η τύχη σου χαρίσει
και δυο τρία, φτωχέ, παιδιά --
ο Θεός να το ζητήσει,
δε θα βρεις ούτε φωλιά.
Ή σέρνε τα μπαγάκια σου
ή σφάξε τα παιδάκια σου.

Refrain

Χαρά σ' εκείνον που μπορεί, κλπ.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Κυριακή, Ιουλίου 08, 2007

ΠΕΛ-ΜΕΛ / Ι.

Ι.

ΑΝΤΡΕΣ
Έξω εδώ θ' αφήσουμε
κάθε παλιά μας γκρίνια,
θα μπούμε να γλεντήσουμε
τώρα στα καμαρίνια.
Εκεί φωλιά θα χτίσουμε,
χρυσά μας καναρίνια.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Εμείς πολύ σκεφτήκαμε
μαζί σας πριν ερθούμε.
Δεν ξέρουμε, δε βρήκαμε,
στο σπίτι τι θα πούμε,
μα δεν αντισταθήκαμε,
γιατί σας αγαπούμε.

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ
Την αγάπη, την αγάπη
όποιος θεωρεί ντροπή,
όποι ν' αγαπήσει εντράπη,
μες στο σεπαρέ θα μπει.
Όλα τα κομφόρ τα βρίσκει,
στο γκαρσόν μια λέξη πες·
να, γεμάτοι μπρος σου οι δίσκοι
κ' έτοιμος ο καναπές.

ΑΝΤΡΕΣ
Την πόρτα θα κλειδώσουμε
και ο μπερντές θα πέσει·
το χέρι θε ν' απλώσουμε
στη λυγερή σας μέση,
σαμπάνια θα σας δώσουμε
κι ό,τι άλλο σας αρέσει.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Όμως εμείς θ' αφήνουμε
και τη σαμπάνια ακόμα·
μόνο φιλιά θα πίνουμε
απ' το γλυκό σας στόμα.
Στα μπράτσα σας θα γίνουμε,
στην αγκαλιά σας, λιώμα.

[ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ]
Την αγάπη, την αγάπη
όποιος θεωρεί ντροπή, κτλ.

ΑΝΤΡΕΣ
Ας δώσουμε τα χέρια μας
στην κάθε αγαπημένη·
φωλιά στα περιστέρια μας
το σεπαρέ θα γένει.
Προσμένουμε τα ταίρια μας,
η Αγάπη περιμένει.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Εμπρός, καιρό μη χάνουμε,
καθόλου μην αργούμε·
πολύ θα σας γλυκάνουμε,
πολύ θα γλυκαθούμε.
Ας κάνουμε ό,τι κάνουμε
εμπρός πια, δε βαστούμε!

[ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ]
Την αγάπη, την αγάπη
όποιος θεωρεί ντροπή, κτλ.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

ΑΝΤΡΕΣ
Και τώρα, να, κηρύσσεται
εις διωγμόν ο έρως,
στα σπίτια θα γυρίσετε,
αλίμονον! εγκαίρως.

ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Εις διωγμόν κηρύσσεται,
αλίμονον! ο έρως,
και θα μας οδηγήσετε
στα σπίτια μας εγκαίρως.



Ολοκληρώθηκαν οι Εφηβικοί Στίχοι

Μετά κόπων και βασάνων (!) ολοκληρώθηκε η δημοσιεύση των εφηβικών ποιημάτων του Καρυωτάκη. Επιλέγοντας πια την ετικέτα «Εφηβικοί Στίχοι», μπορείτε να τα δείτε όλα μαζί. Σύντομα τα ποιήματα αυτά θα πάρουν και την οδό προς το website μαζί με τα υπόλοιπα. Θα συνεχίσουν βέβαια να βρίσκονται και στο blog, όπου θα συνεχιστεί και η ανάρτηση επιπλέον υλικών.

ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ


ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟ

Κι ακλούθησε του Γολγοθά το δρόμο
φορώντας αγκαθένιο ένα στεφάνι
κ' ένα σταυρό σηκώνοντας στον ώμο.
Αυτός που 'ρθε να ζήσει, να πεθάνει,
προς την Αλήθεια για ν' ανοίξει κάποιο δρόμο.

Να Του καρφώσουν άφησε τα χέρια
και σα ληστή με τους ληστές κοιτούσε
να Τον κοιτάνε -- οι ματιές σαν μαχαίρια.
Αυτός που τη χαρά μόνο σκορπούσε
και μοναχά για βλογάει είχε τα χέρια.

Σαν άνθρωπος στα νύχια του θανάτου
παράδερνε, σαν άνθρωπος τη φύση
εχάιδεψε με τη στερνή ματιά Του.
Αυτός που είχε τη ζωή στον κόσμο χύσει
και που ήταν πάνω από τους νόμους του θανάτου.

[Δημοσιεύτηκε: Ακρόπολις 20.03.1915]

Σάββατο, Ιουλίου 07, 2007

VENEZIA


VENEZIA

Απλώνεται ηδονικά στης νύχτας την αγκάλη
η παιχνιδιάρα Βενετιά. Το κάθε 'να παλάτι
ρίχνει το μαύρον ίσκιο του στ' ασημωτό κανάλι
κι αποκοικιέται η θάλασσα φωσφορισμούς γιομάτη.

Μες στο νερό μυριόχρωμα τα φώτα αντανακλάνε
στολίζοντάς το μαγικά με λαμπερές κορδέλες,
οι γόνδολες αραδιαστές καμαρωτά περνάνε,
και μες στους πύργους τραγουδούν ευγενικές κοπέλες.

Κάποιος ιππότης γελαστός σε σκάλα μεταξένια
σιγανεβαίνει και θωρείς -- ασύγκριτος μαγνήτης --
να τον τραβάνε κει ψηλά δυο χείλια κερασένια,
τα χείλια της που 'ν' έτοιμα να στάξουν το φιλί της.

Μια βαρκαρόλα ξέψυχη ανακινά τ' αγέρι,
ανατριχίλας κύματα η θάλασσα σηκώνει
σαν τη χαϊδεύουν τα κουπιά του κάθε γονδολιέρη,
και το φεγγάρι των σπιτιών τις στέγες ασημώνει.

Και μες στους πύργους οι γιορτές. Τα πιάνα σαν χτυπάνε,
οι όμορφοι αρπάζουνε κυματιστά κορμάκια
που δε χορταίνουν ηδονή, και πίνουν και ρουφάνε
μες στο μεθύσι του χορού τη γλύκα απ' τα χειλάκια.

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς 17.01.1916]

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Ο ΧΟΡΟΣ


Ο ΧΟΡΟΣ

Τα φώτα μες στη μυρωμένη κάμαρα
ξεχύνονται μυριόχρωμα
και γυναικών στο διάβα τους χαϊδεύουνε
αφρόστηθα βελούδινα.

Η πόλκα σαν ακούγεται γοργόρυθμη,
το κάθε τι ηλεκτρίζεται
και στο παρκέτο τα ζευγάρια ρίχνονται
σ' ένα τρελό τρικύμισμα.

Τ' άσπρα κορμάκια ξαναμμένα αφήνονται
στις αγκαλιές να γείρουνε
κ' εκεί μες στων σαρκών το συναπάντημα
σβήνουν τους λάγνους πόθους τους.

Στην ηδονή τα μάτια σαν λιγώνουνε,
πέφτουν βαριά τα βλέφαρα
και της αγάπης η μουρμούρα πνίγεται
στις μουσικής της κύματα.

Σε μια στιγμή, σ' ένα αγερένιο πήδημα,
μες στου χορού το πέταγμα,
δυο χείλια σμίγουνε, κι ανατριχιάζουνε
αγκαλιαστά δυο σώματα.

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς 21.02.1916]

Τρίτη, Ιουλίου 03, 2007

AD SOMNUM


AD SOMNUM

Μυροβόλο προσμένει το κρεβάτι,
κι αυτή με τα χρυσόμαλλα λυμένα
στο κόνισμα τα χείλια δειλιασμένα
εκόλλησε από ευλάβεια γιομάτη.

Επέταξε τα ρούχα της. Ροδάτη,
μισόγυμνη ξεπρόβαλε η παρθένα
κι αστράψαν στο φεγγάρι ασημωμένα
τα κάλλη που θαμπώνουν κάθε μάτι.

Στα πούπουλα τ' ανάλαφρα πλαγιάζει
κι από ηδονή -- θαρρείς -- ανατριχιάζει
στου σεντονιού το μεταξένιο χάδι.

Σαν έλθει το χρυσόνειρο, αγγελούδια
θα μαζωχτούνε γύρω της ομάδι,
στην παρθενιά να ψάλλουνε τραγούδια.

[Δημσιεύτηκε: Ελλάς 07.02.1916]

Κυριακή, Ιουλίου 01, 2007

ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΗ ΣΟΥ


ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΗ ΣΟΥ

Ω, τα χρυσά σου τα μαλλιά, που πέφτουνε
σ' ένα λαιμό κρινόλευκο,
αχτίδες μού θυμίζουνε ολόλαμπρες
που στ' άσπρο χιόνι χύνονται.

Και τη φωνή π' αργοκυλά κρυστάλλινη
σαν μουσική αιθέρια,
ποια μούσα μαγεμένη σού τη χάρισε;
ποια ξωτική νεράιδα;

Τα δροσερά σου χείλη τα κεράσινα
π' ανοίγουν σε χαμόγελο,
τι ηδονή όταν κολλούν στο στόμα μου
σ' ένα φιλί ατέλειωτο!

Ω, δέξου με, γλυκιά μου, στην αγκάλη σου
που μοιάζει με παράδεισο,
και με το νέκταρ του φιλιού σου πότισε
τα διψασμένα χείλη μου.

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς 23.04.1915]

Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2007

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Βαριά τα μαύρα κρέπια η νύχτα σέρνει
κ' η πλάση μια θωριά θλιμμένη παίρνει.
Δεν πάει καιρός που μες από τα πλήθια
κάποιος πιστός ξεχώρισε. Κοντάρι
δεν άδραξε για να χτυπήσει στήθια
Θεού. Του δόθηκε η μεγάλη χάρη
Θεό να θάψει. Ο τάφος, να! Θλιμμένα
κανένας μπρος στο μάρμαρο δε γέρνει,
μα η πλάση κλαίει κ' είναι όλα βουτηγμένα
στα κρέπια τα πηχτά που η νύχτα σέρνει.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Τα μαύρα κρέπια η μέρα τώρα σκίζει,
κι ο ήλιος χρυσαφένιος πορφυρίζει.
Ανοίγει ο τάφος. Γύρωθε πετάνε
αγγέλοι. Πέφτουν χάμου θαμπωμένοι
οι αντίχριστοι. Οι άγγελοι τραγουδάνε·
καθένας τους μιαν αρμονία υφαίνει
κ' ένα όνειρο. Τα ζαφειρένια πλάτια
αχολογάνε. Ο ουρανός χωρίζει
να Τον δεχτεί στα αιθέρια του παλάτια
κ' η μέρα όλο και μαύρα κρέπια σκίζει.

[Δημοσιεύτηκε: Ακρόπολις 22.03.1915 και Ελλάς 22.03.1915]

Πέμπτη, Ιουνίου 28, 2007

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΙΙ


ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

ΙΙ.

Σε πέπλο συννεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε -- κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ' αστέρια κι απ' αστέρια -- το φεγγάρι.

Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.

Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο· οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κ' η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.

Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ' άλλο τα κορμιά μας.
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.

Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 18.01.1915, 01.02.1915]

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ Ι


ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
Ι.

Βρεθήκαμε μονάχοι στο μπαλκόνι·

μας έσπρωξε κει πάνου αυτή η φροντίδα
που τα πουλιά στα δέντρα ζευγαρώνει.

Ολόφωτη, στα σκοτεινά την είδα.


Η νύχτα με τη νύχτα των ματιών της
παράβγαινε -- μα, μάταια -- στη μαυρίλα·

κάθε άστρο μπρος στ' αστέρια των ματιών της

τρεμόσβηνε σαν άλαδη καντήλα.


Τα μάτια της τα μάργαρα... Η ματιά της

εβύθιζε, πλατειά και γοργοφτέρα,

στα τρίπαχα σκοτάδια τη φωτιά της

κ' επέταγε όλο πέρα κι όλο πέρα,


σε κόσμους ονειρόβγαλτους, σε μάκρη

ανείδωτα. Στο δροσομάγουλό της
εκύλησε διαμάντινο ένα δάκρυ

και πρόδωσε το μαύρο στοχασμό της.


Εδάκρυσα. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε δειλή, κομματιασμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):

«Ω, πάψε πια, μην κλαις, αγαπημένη».

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 18.01.1915, 01.02.1915]

Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2007

ΘΕΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ


ΘΕΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΑ

Και μέσα στο κατάλευκο σεντόνι

τ' ασπρότερο κορμί Του ξεχωρίζει

σαν ήλιος που ένα σύννεφό του ζώνει

χιονάτο, κι όμως παντα πορφυρίζει.


Παρθένα τη ματιά Του γύρα απλώνει,
κ' η τόση σκοτενιά, που πλημμυρίζει
μες στη σπηλιά κι όξω στον κόσμο, λιώνει
στο βλέμμα Του που, φλόγα, τη φλογίζει.


Η Μάνα Του, στης γέννας Της το στρώμα,

Το σφίγγει σαν παιδάκι Της στα στήθια

και σαν Θεό Το προσκυνάει ακόμα.


Αγγελουδιών ειρηνοφόρα πλήθια,

μ' ευλάβεια σιγογέρνοντας μπροστά Του,
υμνούνε το γλυκάκουστο όνομά Του.

[Δημοσιεύτηκε: Ελλάς 25.12.1914]

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Απόψε σε φαντάζομαι λευκότερη απ' τα κρίνα,
μες στο σκοτάδι το πηχτό. Σαν κάποια αγνή θεότη

στο μαύρο φόντο της νυχτιάς λαμποκοπάς. Μ' αχτίνα

μοιάζεις που ο Φοίβος φεύγοντας λησμόνησε στα σκότη.


Ναι, σε θωρώ. Απ' τον ουρανό ξεφεύγουνε τ' αστέρια
και σαν πετράδια ατίμητα στολίζουν τα μαλλιά σου.

Ο Γαλαξίας άσπρο φως στα μάγουλα, στα χέρια

σού χύνει· μες στο γάλα του βουτά την ομορφιά σου.

Να και τα μαύρα μάτια σου! Τα βλέπω: σιγανοίγουν

εκεί ψηλά στη σκοτεινιά, μεγάλα, ογρά, θλιμμένα·

σαν δυο ποτάμια φωτερά τα βλέμματά μας σμίγουν:
εσύ κοιτάζεις μένανε κ' εγώ κοιτάζω εσένα.


Από το στόμα σου φωνή δε βγαίνει, μα μου κραίνεις.
Τα δακρυσμένα μάτια σου: «Τραγουδιστή», μου λένε,

«μην τραγουδάς, κ' είναι κοντά η μέρα που πεθαίνεις».

Αυτά μου λεν τα μάτια σου, τα μάτια σου που κλαίνε.


[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 21.12.1914, 18.01.1915]

Κυριακή, Ιουνίου 24, 2007

ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ


ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

Την έβλεπα στα πόδια μου μπροστά γονατισμένη:
μου γύρευε ένα φίλημα. Τ' αφράτα της τα στήθια
η πιθυμιά τα τράνταζε. Δειλή, κομματιασμένη
ανέβαινε η φωνούλα της απ' της ψυχής τα βύθια.

Πουκάμισο αραχνόφαντο της σκέπαζε τα κάλλη
κ' η σάρκα της διακρίνονταν σφιχτή, σφιχτή, ροδάτη,
να τρέμει μες στη θύμηση της ηδονής. Μια αγκάλη
ολάνοιχτη με πρόσμενε μυρόβολη, χιονάτη.

Την άκουγα κ' εγέλαγα, μ' αντίκριζε θλιμμένα.
Μα ξάφνου ανασηκώνεται, στα μάτια με κοιτάει,
και με γοργότη αφάνταστη -- που κάτι είχε παρμένα
απ' του σπαθιού το τράβηγμα -- το ρούχο της πετάει.

Γυμνή, πανώρια, θεϊκή στεκότανε σιμά μου,
τα μάτια μου θαμπώθηκαν, επιάστηκε η φωνή μου,
και μου 'πε ξαναπέφτοντας σα νεκρωμένη χάμου,
σε δυο λυγμούς ανάμεσα: «Σου δίνω το κορμί μου».

Και νιώθω τότε μέσα μου μια πάλη γιγαντένια:
οι πόθοι μ' έσερναν εκεί, ν' αρμέξω το φιλί της,
μα μια φωνή μου φώναζεν: «Αυτή 'ναι τιποτένια
κ' έχει πουλήσει σε πολλούς τ' αμαρτωλό κορμί της».

Έριξα κι άλλη μια φορά στην όμορφη ένα βλέμμα
όλ' όργητα, κάποια βρισιά μού ξέφυγε σπ' το στόμα,
κ' είπα (μα μέσα μου έβραζε από τον πόθο το αίμα):
«Της σάρκας σου δε γίνηκα προσκυνητής ακόμα!»

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 07.12.1914. -- απορρίφτηκε από την Ελλάδα, στο φύλλο της 26.10.1914]

Της επιστροφής...

Μαζί με τους αποχαιρετισμούς κι οι επιστροφές.
Του κύκλου τα γυρίσματα μιας ζωής...
την έλεγες άραγε ζωή;
Επιστροφή εδώ, μετά από καιρό, επιστροφή στον Καρυωτάκη,
μιας επανάληψης εγκώμιο που δεν θα γραφτεί,
μιας επιστροφής ελεγείο που χάθηκε
και του
αποχαιρετισμού το πέπλο, ξανά και ξανά,
καταγραμμένο πίσω απ' τις λέξεις.
Σσσσσσς. Σιωπή...

... ΜΑ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ


... ΜΑ Η ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ

Θα κοιμηθώ, μα δίχως να ξυπνήσω,
ύπνο στέρφο απ' ονείρατα. Όπως σβήνει
το κάθε τι που ανάφτηκε, θα σβήσω,
χωρίς αχνάρι απ' το Είναι μου να μείνει.

Κάτι θα μείνει απ' το Είναι μου. Θ' αφήσω
απέναντι μια αγάπη -- όπως αφήνει
στο διάβα της, στα βήματά της πίσω,
το αιθέριο του κορμιού της μύρο, Εκείνη.

Η αγάπη μου αυξάνει κι όλο αυξάνει,
της ζήσης μου όσο σώνεται το λάδι·
χώρια από εμέ θα ζει γιγαντεμένη.

Και πριν στερνά να κοιμηθώ ένα βράδυ,
θα βουτηχτώ στου χωρισμού το θρήνο.
Μια αγάπη ζωντανή νεκρός θ' αφήνω.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 07.12.1914]

Πέμπτη, Απριλίου 19, 2007

ΝΥΧΤΑ


ΝΥΧΤΑ

Ο ήλιος 'ματοστάλαχτος βυθίζεται στο κύμα,
στη θάλασσα το γέλιο του το πυρωμένο πνίγει,
και του φωτός ο βασιλιάς -- ω, φρίκη! -- βρίσκει μνήμα
μέσα σ' αφώτιστους βυθούς και με τα σκότη σμίγει.

Απλών' η νύχτα ελαφρά το μαύρο της σεντόνι
κι αργοσκεπάζει μ' απονι'α της φύσης τ' άσπρα κάλλη·
κάθε ελπίδα χάνεται, κάθε χαρά νεκρώνει
στο σκοτεινό μυστήριο που πένθιμα προβάλλει.

Απ' το βουνό προβαίνοντας, τ' ολόχλωμο φεγγάρι
την κίτρινη τη λάμψη του στον ουρανό σκορπίζει,
κι όλο παράξενους σκοπούς χωρίς ρυθμό και χάρη
-- του πόνου του ξεχείλισμα -- ο γκιώνης ξεφωνίζει.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 19.10.1914, Παρνασσός, 02.11.1914 και Ελλάς, 19.04.1915]

Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

Μίλτος Σαχτούρης: Καρυωτάκης και «Καρυωτακισμός»

Το παρακάτω κείμενο του Μίλτου Σαχτούρη δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα για τον Καρυωτάκη του λογοτεχνικού περιοδικου η λέξη, τεύχος 79-80, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1988.


Μίλτος Σαχτούρης
Καρυωτάκης και Καρυωτακισμός

Σε κάποιο κείμενο είδα πάλι επαναλαμβανόμενο τον όρο «καρυωτακισμός».

«Καρυωτακισμός» σήμερα το 1988 δεν σημαίνει τίποτα. Και τότε γύρω στα 1930 ήταν μια άτυχη λέξη προερχόμενη απότην παρεξήγηση ότι ο Καρυωτάκης ήταν τάχα μισάνθρωπος, πεισιθανάτιος κλπ. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Ήταν απλώς επαναστατημένος ενάντια στην Ελλάδα του 1928 με τους λασπωμένους δρόμους το χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους, ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατέλειωτους καφέδες.

Επαναστατημένος για τη δική του καταδίωξη, επειδή αυτός ήταν υπάλληλος υπεύθυνος, γλωσσομαθής, έξω από την εποχή του.

Και ήταν ακόμα παρεξηγημένος από όλους τους συγχρόνους του. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν minor ποιητής, ήταν μεγάλος ποιητής όπως τον βλέπει τώρα η νέα γενιά κι όπως άλλαξαν γνώμη περί το τέλος της ζωής τους και τον είδαν μεγάλο οι άλλοτε αρνητές του Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος. Ο πρώτος μάλιστα σε τελευταίο ποίημά του έτσι τον αποκαλεί, «μεγάλο»: «Είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης». Όσο για το Σεφέρη, δύσκολα κρυβόταν η εκτίμησή του.

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

Ο Κώστας Βάρναλης για τον Καρυωτάκη

Βαδίζοντας προς το τέλος της ζωής του, κλείνοντας τον κύκλο του, αντικρίζοντας το δικό του τέλος, ο Κώστας Βάρναλης, 45 χρόνια μετά την σφαίρα της Πρέβεζας, συνομιλεί με τον Κ. Καρυωτάκη:

ΤΡΕΙΣ ΘΑΝΑΤΟΙ

Ζηλεύω σου το θάρρος, Καρυωτάκη,
να σμπαραλιάσεις την τρανή καρδιά,
και την κακοτυχιά σου, Ολύμπιε Τάκη,
να σε πάρουν τα κύματα βαθιά.

Με πάει γελώντας ο Χάρος στα εκατό μου,
σιχάθηκα τον άχαρο εαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι αν όχι εμέ, τη θύμησή μου πάρε.

Όσο τα περασμένα ανακαλώ,
τόσο δε βρίσκω τίποτα καλό.
Πόνοι, αρρώστιες, με κάναν μοιρασιά,
μα θα πάω μονάχα από σιχασιά.

29-7-73

Σάββατο, Απριλίου 14, 2007

ΞΕΡΩ


ΞΕΡΩ

Ξέρω μια όμορφη μικρή, μια θεϊκιά κοπέλα.
Τα παιδικά φουστάνια της να φαίνουνται αφήνουν
δυο πόδια ως το γόνατο -- ω, πειρασμός! ω, τρέλα! --
και τ' άλικα τα χείλια της σωρό τα γέλια χύνουν.

Όπου διαβεί κι όπου σταθεί, την ηδονή σκορπίζει.
Και νιώθεις ολοπύρινες ματιές να σου καρφώνει
όταν το φουστανάκι της με χάρη ανεμίζει
και τ' άσπρα κρύφια κάλλη της τ' αφράτα φανερώνει.

Τα μάτια της δοκίμασα να δω ποιο έχουν χρώμα.
Αστράφτουν κείνα και θαρρώ πως «Τ' είδες;» μου φωνάζουν.
«Θαμπώθηκα!» τους λέω 'γω, κι αυτά μου λεν ακόμα:
«Μπορείς να δεις τον ήλιο;» Ναι, πώς τον ήλιο μοιάζουν!

Είναι ξανθή; μελαχρινή; Δεν ξέρω, στο Θεό μου!
Όσες φορές εκοίταξα τη λαμπερή μορφή της,
οι ομορφιές μ' εστράβωσαν. Και χάνω τον καιρό μου
όταν παιδεύομαι να βρω τι κρύβει στην ψυχή της.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 19.10.1914 και Ελλάς, 07.05.1915]

Παρασκευή, Απριλίου 13, 2007

ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ


ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Μια μέρα ηλιόλουστη, μια λαμπερήν ημέρα,
απ' τον αφρό του κύματος επρόβαλες θεά μου,
ερίγησες ηδονικά, στα χάδια του αγέρα
κι ανάλαφρα ξαπλώθηκες στο ακρογιάλι χάμου.

Τα κάλλη σου εζήλεψε κι ήλιος ακόμα
κι αχτίδες έστειλε χρυσές να παίξουνε μαζί σου.
Το βλέμμα έριξες εσύ τ' αστραφτερό στο χώμα
κ' η ηδονή ενάρκωσε το ώριο το κορμί σου.

Σ' ηδυπαθείας πέλαγος, θεά μου, βουτηγμένη,
τη λάμψη των ματιώνε σου εσκόρπισες στη φύση
κι αυτή κατασκυθρώπασε και μένει θαμπωμένη --
θαρρείς πως κάθε ομορφιά στον κόσμο θε να σβήσει.

Όπου περνάς κι όπου σταθείς το γέλιο σου σκορπίζεις
π' ακοίμητους τους πόθους σου τους λάγνους φανερώνει,
απλόχερα τα θέλγητρα, τις χάρες μάς χαρίζεις --
κι από τα δώρα σου αυτά κάθε κακό φυτρώνει.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 07.08.1914, Παρνασσός, 31.08.1914, Ελλάς, 15.03.1915]

Τετάρτη, Απριλίου 11, 2007

Τοκατλίδου: Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη

Η διδακτορική διατριβή της Βάσως Τοκατλίδου με θέμα «Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη: Ένταξή τους στο ποιητικό πρωτότυπο έργο των συλλογών του», η οποία υποβλήθηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. το 1978 υπάρχει online σε ψηφιακή μορφή, στη σχετική βάση του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης. Η εν λόγω διδακτορική διατριβή θεωρείται από τις πρώτες συστηματικές μελέτες για τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη.

Μπορείτε να τη δείτε ολόκληρη εδώ.

Τρίτη, Απριλίου 10, 2007

ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΜΑΡΑΘΗΚΕ


ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΜΑΡΑΘΗΚΕ

Ο ήλιος 'ματοστάλαχτος σε λίγο θε να γείρει
στη θάλασσα π' απλώνεται γλυκιά σαν την ελπίδα,
και στ' άβυθα τα βάθια της -- αιώνιο κοιμητήρι --
θε ν' αργοθάψει μ' απονιά κάθε χρυσή τ' αχτίδα.

Στην αμμουδιά μια θεϊκιά κοπέλα ξαπλωμένη
--λουλούδι που μαράθηκε προτού ν' ανθίσει ακόμα --
θρηνεί σβησμένα όνειρα κι αγάπη νεκρωμένη,
με δάκρυα π' ολοπύρινα γοργοκυλούν στο χώμα.

Από αφάνταστ' ηδονή το κύμ' ανατριχιάζει
όταν κολλά στα πόδια της τα δροσερά φιλιά του,
κι ο ήλιος τ' άσπρα κάλλη της τ' αφράτα αγκαλιάζει
με φλογισμένα βλέμματα, με τη θερμή ματιά του.

Στα τόσα χάδια τ' απαλά αδιάφορη εκείνη
τα θολωμένα μάτια της στον ουρανό σηκώνει
και με τρεμάμενη φωνή παράπονο αφήνει:
«Ο λυτρωτής ο Θάνατος γιατί να μη σιμώνει;».

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 29.06.1914, Ελλάς, 26.04.1915]

Σάββατο, Απριλίου 07, 2007

Για να κλαίτε και να γελάτε (κείμενο του Καρυωτάκη στη «Γάμπα»)

Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τρίτο φύλλο [22.09.1919] του σατιρικού περιοδικού [Η Γάμπα] που εξέδωσε για σύντομο χρονικό διάστημα ο Καρυωτάκης και αποδίδεται στον ποιητή. [από το βιβλίο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Τα Πεζά, επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Νεφέλη, Αθήνα 1989].
Την περασμένη εβδομάδα, μια απογευματινή εφημερίς, σαν σεμνότυφος γεροντοκόρη τεθείσα προ πολλού στο ράφι, επετέθη αγρίως εναντίον όλων των εβδομαδιαίων περιοδικών «ως τους νέους διαφθείροντα και καινά δαιμόνια εισάγοντα». Ίσως οι κύριοι αυτοί της εφημερίδος να πάσχουν από πονόματο και δεν μπορούν να ιδούν πιο πέρα από τη μύτη τους, τι γίνεται εις τους δρόμους και στα θέατρα. Ένα πράγμα μονάχα μάς φαίνεται περίεργο πώς, αφού η αστυνομία, κατόπιν των εισηγήσεων της ρηθείσης εφημερίδος, απηγόρευσε την κυκλοφορίαν των περιοδικών των ολίγον ελαφρού περιεχομένου, επιτρέπει την κυκλοφορίαν των Γαλλικών τοιούτων, εξ ων τα Ελληνικά περιοδικά αντιγράφουν τας εικόνας, αι οποίαι είναι, κατά την αντίληψίν των, τόσο άσεμνοι; Στην απογευματινή δε εφημερίδα δεν έχομε να ειπούμε τίποτε, παρά μόνον το εξής: Εάν ηθέλαμε να στηρίζομεν την κυκλοφορίαν μας σε ψεύτικες συνεντεύξεις, σε φραγγέλια και κολοκυθορίγανες, το εκάναμε με σίγουρη την επιτυχία. Δεν το κάνομεν όμως, γιατί σεβόμεθα κατά πρώτον λόγον τον εαυτόν μας και κατά δεύτερον λόγον την ηθικήν υπέρ ης κόπτεται η γεροντοκόρη εφημερίς.

Στο περασμένο φύλλο μας, και ο μακαρίτης Σουρής βρήκε τον μπελά του από την κυρ Αναστασία, τη λογοκρισία. Θα ήτο αστείον να θεωρηθεί μετά τον θάνατό του ο μακαρίτης ως αντιδραστικός, κατόπιν μάλιστα της παρασημοφορίας του και του συγκινητικού επικηδείου λόγου του Σεβασμιοτάτου. Τώρα πληροφορούμεν και το περίεργον κοινόν, ότι οι δύο στίχοι που ψαλιδιστήκανε από το πρώτο τετράστιχο, βρίσκονται γραμμένοι στο τραγούδι «Έφεδρος», στα Άπαντα του Σουρή. Η Βιβλιοθήκη είναι ανοιχτή και όποιος θέλει ας πάει να το διαβάσει και να οικτείρει την κυρ Αναστάσω. Εμείς δεν έχομεν να ειπούμε τίποτ' άλλο· μας φαίνεται περίεργο μονάχα πώς στέκουν, εδώ στην Ελλάδα, τα κεραμίδια ξεκάρφωτα.

Είμαστε υποχρεωμένοι, από την στήλην αυτή να εκφράσωμεν τας θερμάς μας ευχαριστίας προς το κοινόν, το οποίον με τόσον ενθουσιασμό υπεδέχθη τη Γάμπα. Όσον αφορά δια την ακαταστασίαν ήτις παρετηρήθη στο πρώτον φύλλον και εν μέρει στο δεύτερον, ιδίως στο ζήτημα της αποστολής των φύλλων στας επαρχίας και στους συνδρομητάς, ζητούμεν συγγνώμην. Παρενεβλήθησαν λόγοι ανώτεροι της θελήσεώς μας. Ποτέ δεν εφανταζόμεθα ότι η κυκλοφορία μας θα ανήρχετο εις 20.000 από του πρώτου φύλλου. Φαντασθήτε 20 χιλιάδες γάμπες. Αναγκασθήκαμεν το πρώτο φύλλο να το τυπώσωμε δύο φορές. Και όσοι ξεύρουν απ' αυτές τις δουλειές, μπορούν να καταλάβουν τα τρεχάματα, τους διαπληκτισμούς και τις φασαρίες, να μας λυπηθούν και να μας συγχωρήσουν.