Παρασκευή, Δεκεμβρίου 14, 2007

καταφύγιο ξανά

Με τα λόγια του μαθητή, μια ακόμα απορία, σε μνημόσυνο λησμονημένο:

Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρεις
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σ΄ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
σκόρπιζε γιασεμιά
φωτιζόταν για λίγο η νύχτα.

Θυμάμαι παιδί που έγραψα τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω οτι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.*


* το καταφύγιο, ιδωμένο από άλλο μάτι... ίδιο πάντα... Η ηχώ του Πόε βαθαίνει τους υπόγειους δεσμούς και τα πλοκάμια των συναρτήσεων.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 13, 2007

λεξικό


ποίηση η: . η τέχνη της σύνθεσης, της δημιουργίας λογοτεχνικών έργων σε στίχους (σε αντιδιαστολή με την πεζογραφία, τον πεζό λόγο), β. το ποιητικό δημιούργημα, το ποίημα. 2. τα διάφορα ποιητικά είδη, τεχνοτροπίες κτλ. 3. το σύνολο της ποιητικής δημιουργίας, των ποιητικών έργων μιας περιόδου, ενός ποιητή, ενός έθνους κτλ. 4. η αισθητική και συναισθηματική αξία, διάθεση, η μαγεία.

καταφύγιο το: . τόπος όπου καταφεύγει κάποιος, όπου πηγαίνει για να προστατευτεί από κπ. κίνδυνο ή για να αποφύγει κάποια δυσάρεστη κατάσταση, β. μικρό οίκημα σε βουνό, όπου μπορούν οι ορειβάτες να διανυκτερεύσουν ή να προστατευτούν από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο στο οποίο κασταφεύγουμε, από το οποίο ζητούμε βοήθεια και προστασία, β. χρησιμοποιώ κτ. ως μέσο για να δώσω λύση σε κτ. που με βασανίζει ή για να βρω ανακούφιση.

φθονώ: αισθάνομαι φθόνο για κπ.

φθόνος ο: το αρνητικό συναίσθημα της λύπης, της στενοχώριας και της δυσαρέσκειας που αισθάνεται κάποιος για την ευτυχία, την επιτυχία ή την υπεροχήτων άλλων.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 10, 2007

Καταφύγια θηλιές;


Κι άλλες απορίες (ή μήπως απαντήσεις;)

>> Αν είμαστε «κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «κάτι απίστευτες αντένες», «κάτι διάχυτες αισθήσεις»... δεν είμαστε άνθρωποι, αλλά σταθερά και μόνιμα κάτι άλλο. Όπερ σημαίνει ότι δεν μπορούμε να αξιώνουμε την «κατοχή και χρήση» των ιδιοτήτων του υποκειμένου (λόγο, δηλαδή, ας μη μασάμε τα... λόγια μας). Όπερ σημαίνει ότι αυτό το «άλλο» που είμαστε μένει να ανακαλυφθεί.

>> Αν είμαστε «εμείς», τότε είμαστε «όλοι», δηλαδή «κανένας».

>> Άλλους δε συναντάμε στο ποίημα, όπως πχ στο «όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς, μπορούν με χίλιους τρόπους». Τα πράγματα μας διώχνουν. Ο πόνος στο σώμα, στην ενθύμηση είναι ασαφής και καλυμμένος.

>> Πονάμε όταν θυμόμαστε κι όταν αισθανόμαστε-πάσχουμε (στο σώμα) ή ο πόνος οφείλεται στη μνήμη/ανάμνηση και το σώμα αυτό καθαυτό;

>> Το ότι ο θάνατος και οι άνθρωποι (που, όπως είπα και πριν, είναι νομίζω αξεχώριστα πράγματα στην ποίηση του Καρυωτάκη) λείπουν από ένα «προγραμματικό» ποίημα ενισχύει την παρουσία τους γιατί εδώ είναι που ο ποιητής μοιάζει να καταλαβαίνει ότι το κρίσιμο βρίσκεται πίσω και από τους ανθρώπους και από το θάνατο.

>> Ποια είναι η φύση που αίφνης κάνει την εμφάνισή της για να μπερδευτεί στα νεύρα μας; Υπάρχει (πια) μη ανθρώπινη φύση;

>> Το καταφύγιο είναι απαλλαγμένο απ' τον πόνο;

Κυριακή, Δεκεμβρίου 09, 2007

Αυτό που λείπει...


Αποριών συνέχεια:

Γιατί στο ποίημα όπου οριστικά έδεσε ο Καρυωτάκης ποίηση, καταφύγιο και φθόνο, λείπουν ολοκληρωτικά οι άνθρωποι; Στην ερημιά αυτού του ποιήματος λείπει ακόμα και ο θάνατος. Δύο, δηλαδή, από τα πιο σημαντικά, τα πιο κεντρικά του μοτίβα μοιάζουν να απουσιάζουν πλήρως. Και μάλιστα σ' ένα ποίημα που θα το έλεγε κανείς «προγραμματικό». Γιατί; Για να λάμψουν δια της απουσίας τους; Για να ακουστεί η εκκωφαντική σιωπή; Ίσως τα πράγματα να είναι αντίθετα. Η ερημιά είναι ίδια είτε χωρίς ανθρώπους είτε μέσα στο πλήθος. Ο πόνος του θανάτου είναι ίδιος είτε πρόκειται για τον οριστικό είτε για τους μικρούς καθημερινούς. Ένα προγραμματικό ποίημα δε θα μπορούσε έτσι να παραγνωρίσει την αλήθεια ότι ο θάνατος και οι άνθρωποι ή ο άνθρωπος και οι θάνατοι είναι ένα πράγμα, το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Στην ερημιά από ανθρώπους, ακόμα και από εαυτό-υποκείμενο, στην πέραν του θανάτου χώρα, ο ποιητής δε βρίσκει γαλήνη, παρά μονάχα ένα ανάπηρο «καταφύγιο», εκεί που διωγμένος από τα πράγματα (τα πάντα ίδια, πανταχού παρόντα, τρομακτικά πράγματα) δέχεται πια (αργά...) το δίδαγμα της ταπεινής του τέχνης. Πέρα απ' τις προδοσίες, τους θανάτους, τους ανθρώπους.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 08, 2007

Θάνατοι

Αν ο «θάνατος» είναι η δεσπόζουσα, η σταθερά, στο έργο του Καρυωτάκη, τι γίνεται με τους μικρούς, καθημερινούς θανάτους; Σ' ένα από τα ύστατα, τα τελευταία ποιήματά του, κλείνει οριστικά αυτό το ζήτημα. Ο θάνατος, που στο προηγούμενο έργο του μοιάζει να 'ναι κενό γράμμα, πανταχού παρών, γίνεται τώρα καθημερινός, τετριμμένος. Τετριμμένος είναι ο θάνατος στην Πρέβεζα. Ο θάνατος της καθημερινότητας, ο καθημερινός θάνατος. Πολύ σοβαρότερος απ' τον πραγματικό, πολύ πιο οριστικός... Μέσα στο θόρυβο των ανθρώπων και του εαυτού μας...

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 07, 2007

Ποίηση καταφύγιο;




Απορίες:

(1) Η ποίηση ως αντίπαλο δέος των πραγμάτων, συνιστά παράλληλη διάσταση του κόσμου, έναν κόσμο δεύτερο, κατοπτρικό (αντεστραμμένο ή όχι, δεν έχει μεγάλη σημασία -- ή μήπως έχει;) ή μια εναλλακτική πραγματικότητα που είναι συνάμα καταφύγιο και πόνος;

(2) Ανάμεσα στην ποίηση ως καταφύγιο και την ποίηση ως αβίωτη επιλογή αιωρείται μια υπόνοια ζωής σε στάση, μιας ζωής ακινητοποιημένης. Θα μπορούσε όμως να είναι και μια ζωή σε αναμονή; Εδώ προφανώς πρόκειται για ζήτημα επιλογής. Αξιολογικής, ηθικής ή ακόμα ακόμα υπαρξιστικής. Αισιοδοξία ή απαισιοδοξία. Το καταφύγιο θα 'ναι πάντα «καταφύγιο που φθονούμε» ή θα μπορέσει ποτέ να γίνει καταφύγιο πραγματικό;

(3) Η ποίηση ως καταφύγιο αναδεικνύεται σ' ένα ποίημα που εκθεμελιώνει -- για πολλοστή μάλλον φορά στο έργο του Καρυωτάκη -- το υποκείμενο. Είναι αυτό (και πάλι) μια υπαρξιστικού τύπου στρατηγική, μια προσπάθεια να γραφτεί η εμπειρία της διάχυσης του υποκειμένου μέσα στο κείμενο, της διάλυσής του μέσα στο ποίημα και της ένωσής του με το έργο; Ή, από την άλλη, είναι η απλή κατάφαση στην κοινωνική αλήθεια της αναπηρίας αυτού του υποκειμένου, που εκθειάστηκε ως πανίσχυρο και πανταχού παρόν, αλλά αποδείχτηκε κατώτερο των περιστάσεων;

(4) Γιατί φθονεί το καταφύγιο της ποίησης ο Κ.; Είναι η αδυναμία της να προσφέρει τελικά τα υπεσχημένα; Να εκπληρώσει τον πατροπαράδοτο ρόλο της απέναντι σε αναγνώστη και ποιητή; Να προσφέρει παρηγοριά ή να παρακινήσει τη ζωή; Να πει αλήθειες, να περιγράψει πραγματικότητες και οράματα; Φθονεί την ποίηση γιατί την έχει πια δει χωρίς αυταπάτη; Μήπως, όμως, μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και ένας ακόμα λόγος, που γεννιέται μέσα στα όρια του ποιήματος; Είναι η «ποίηση ως καταφύγιο» απλώς μια διαπίστωση, η κατακλείδα της ιστορίας του υποκειμένου που θέλησε να διηγηθεί ο ποιητής; Μήπως δεν έχει νοσταλγία ή θρήνο, αλλά απλώς βεβαιώνει την ιστορική και κοινωνική αλήθεια που γνωρίζει ο ποιητής;

(5) Βρίσκεται το κλειδί του ποιήματος στην προτελευταία στροφή; Στις επόμενες απορίες...

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις