Πέμπτη, Απριλίου 19, 2007

ΝΥΧΤΑ


ΝΥΧΤΑ

Ο ήλιος 'ματοστάλαχτος βυθίζεται στο κύμα,
στη θάλασσα το γέλιο του το πυρωμένο πνίγει,
και του φωτός ο βασιλιάς -- ω, φρίκη! -- βρίσκει μνήμα
μέσα σ' αφώτιστους βυθούς και με τα σκότη σμίγει.

Απλών' η νύχτα ελαφρά το μαύρο της σεντόνι
κι αργοσκεπάζει μ' απονι'α της φύσης τ' άσπρα κάλλη·
κάθε ελπίδα χάνεται, κάθε χαρά νεκρώνει
στο σκοτεινό μυστήριο που πένθιμα προβάλλει.

Απ' το βουνό προβαίνοντας, τ' ολόχλωμο φεγγάρι
την κίτρινη τη λάμψη του στον ουρανό σκορπίζει,
κι όλο παράξενους σκοπούς χωρίς ρυθμό και χάρη
-- του πόνου του ξεχείλισμα -- ο γκιώνης ξεφωνίζει.

[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 19.10.1914, Παρνασσός, 02.11.1914 και Ελλάς, 19.04.1915]

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εκείνο το βράδυ, γυμνοί, μέσα στη μεγαλόφωνη σιωπή της κάμαρας
-αυτό ήρθε αναπάντεχα, χωρίς να μας ρωτήσει - εγώ κουλουριασμένος μες στα πόδια σου, ελάχιστος πάνω στον καρπό σου
κι εσύ βογγούσες και φώναζες: σε γεννάω
ώσπου γλιστρώντας πάνω στη στερνή κραυγή σου, βγήκα
απ' την ανυπαρξία και δίχως μνήμη ακόμα αναρριχήθηκα και δάγκωσα την πρώτη μου τροφή
απ' το μαστό σου. Κι όπως σε λίγην ώρα μέσα με είχες γεννήσει
κι είχα γίνει άντρας πια, ολάκερη συγκλονιζόταν τώρα η νύχτα απ΄τα φιλιά μας
-μια καταιγίδα από έρωτα και μητρότητα κι ασέλγεια κι απεραντοσύνη
Τ. Λειβαδίτης

06/06