ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΜΑΡΑΘΗΚΕ
Ο ήλιος 'ματοστάλαχτος σε λίγο θε να γείρει
στη θάλασσα π' απλώνεται γλυκιά σαν την ελπίδα,
και στ' άβυθα τα βάθια της -- αιώνιο κοιμητήρι --
θε ν' αργοθάψει μ' απονιά κάθε χρυσή τ' αχτίδα.
Στην αμμουδιά μια θεϊκιά κοπέλα ξαπλωμένη
--λουλούδι που μαράθηκε προτού ν' ανθίσει ακόμα --
θρηνεί σβησμένα όνειρα κι αγάπη νεκρωμένη,
με δάκρυα π' ολοπύρινα γοργοκυλούν στο χώμα.
Από αφάνταστ' ηδονή το κύμ' ανατριχιάζει
όταν κολλά στα πόδια της τα δροσερά φιλιά του,
κι ο ήλιος τ' άσπρα κάλλη της τ' αφράτα αγκαλιάζει
με φλογισμένα βλέμματα, με τη θερμή ματιά του.
Στα τόσα χάδια τ' απαλά αδιάφορη εκείνη
τα θολωμένα μάτια της στον ουρανό σηκώνει
και με τρεμάμενη φωνή παράπονο αφήνει:
«Ο λυτρωτής ο Θάνατος γιατί να μη σιμώνει;».
Ο ήλιος 'ματοστάλαχτος σε λίγο θε να γείρει
στη θάλασσα π' απλώνεται γλυκιά σαν την ελπίδα,
και στ' άβυθα τα βάθια της -- αιώνιο κοιμητήρι --
θε ν' αργοθάψει μ' απονιά κάθε χρυσή τ' αχτίδα.
Στην αμμουδιά μια θεϊκιά κοπέλα ξαπλωμένη
--λουλούδι που μαράθηκε προτού ν' ανθίσει ακόμα --
θρηνεί σβησμένα όνειρα κι αγάπη νεκρωμένη,
με δάκρυα π' ολοπύρινα γοργοκυλούν στο χώμα.
Από αφάνταστ' ηδονή το κύμ' ανατριχιάζει
όταν κολλά στα πόδια της τα δροσερά φιλιά του,
κι ο ήλιος τ' άσπρα κάλλη της τ' αφράτα αγκαλιάζει
με φλογισμένα βλέμματα, με τη θερμή ματιά του.
Στα τόσα χάδια τ' απαλά αδιάφορη εκείνη
τα θολωμένα μάτια της στον ουρανό σηκώνει
και με τρεμάμενη φωνή παράπονο αφήνει:
«Ο λυτρωτής ο Θάνατος γιατί να μη σιμώνει;».
[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός, 29.06.1914, Ελλάς, 26.04.1915]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου