ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ
ΙΙ.
Σε πέπλο συννεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε -- κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ' αστέρια κι απ' αστέρια -- το φεγγάρι.
Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.
Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο· οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κ' η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.
Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ' άλλο τα κορμιά μας.
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.
Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».
ΙΙ.
Σε πέπλο συννεφένιο τυλιγμένο
εφάνηκε -- κι ακλούθησε με χάρη
το δρόμο του τον ωριοχαραγμένο
μ' αστέρια κι απ' αστέρια -- το φεγγάρι.
Οι αχτίδες του που παίζουν στο σκοτάδι
σιμά της σαν περνούνε, απαλαφήνουν
στη σάρκα της ζεστό ένα φωτοχάδι
και στα μαλλιά χρυσόσκονη της χύνουν.
Τα σκότια πια βαριά δεν την τυλίγουν
και κρούσταλλο το δάκρυ της δε βρέχει
το μάγουλο· οι ματιές μας γλυκοσμίγουν
κ' η σκέψη μας μακριά τώρα δεν τρέχει.
Μια δύναμη γιγάντινη τραβάει
και φέρνει το ένα στ' άλλο τα κορμιά μας.
τα χείλια μας μια δύναμη κολλάει,
μια δύναμη πληθαίνει τα φιλιά μας.
Ξημέρωνε. Τρεμάμενη η φωνή μου
ακούστηκε μες στα φιλιά πνιγμένη
(την άκουσε, την άκουσε η καλή μου;):
«Ω, φίλα, φίλα, φίλα, αγαπημένη».
[Δημοσιεύτηκε: Παρνασσός 18.01.1915, 01.02.1915]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου