Τώρα κάθομαι στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που κάθησαν τρεις
γενιές. Πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου
μέσα σ΄ένα άλλο όνειρο. Κι η Άννα όταν γελούσε ήταν σα να
σκόρπιζε γιασεμιά
φωτιζόταν για λίγο η νύχτα.
Θυμάμαι παιδί που έγραψα τον πρώτο στίχο μου.
Από τότε ξέρω οτι δε θα πεθάνω ποτέ-
αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.*
* το καταφύγιο, ιδωμένο από άλλο μάτι... ίδιο πάντα... Η ηχώ του Πόε βαθαίνει τους υπόγειους δεσμούς και τα πλοκάμια των συναρτήσεων.
1 σχόλιο:
«[9] Εάν έλεγα, Εκεί υπάρχει δι-έξοδος, κάπου υπάρχει διέξοδος, τα υπόλοιπα θ’ ακολουθούσαν. Τι περιμένω λοιπόν για να το πω; Να το πιστέψω; Κι εκείνο το τα υπόλοιπα τι σημαίνει; Άραγε ν’ απαντήσω, να προσπαθήσω ν’ απαντήσω, ή να συνεχίσω σαν να μην είχα ρωτήσει τίποτα; ... [6] ... Κάπου αλλού πιθανόν, οπωσδήποτε, κάπου αλλού, ποιο κάπου αλλού να υπάρξει μ’ αυτό το άπειρο εδώ; ...»
Δημοσίευση σχολίου