ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΔΟΥΛΕΥΤΡΑ
Στα στήθια σου τον άφησες να γείρει,
τον σκέπασες με τα χρυσά μαλλιά σου
κ' εστράγγισες της γλύκας το ποτήρι.
Μες στου φιλιού τ' ανείπωτο μεθύσι
εκοίταξες, τρελή, την παρθενιά σου:
την είδες σα χρυσόνειρο να σβήσει.
Κ' εδάκρυσες. Με μάτια θολωμένα
-- απάρθενη σιγόλαμψε η ματιά σου --
τη μαύρη αλήθεια αντίκρισες θλιμμένα.
Και σήμερα που -- οϊμέ! -- την Αμαρτία
δουλεύεις, τη νεκρή την ομορφιά σου
προσφέρνεις σε μια αναίμαχτη θυσία.
[Δημοσιεύτηκε στον Παρνασσό (Ε΄, 234, 05.10.1914 & Ε΄, 239, 09.11.1914) και στην Ελλάδα (Η΄, 675, 13.08.1915)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου