Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2007

Θυμάσαι;

ΘΥΜΑΣΑΙ;

Ο ήλιος εσκόρπιζε το γέλιο του στη δύση
και χάριζε το κόκκινο, τ' απόκοσμο του χρώμα
στον ουρανό, στη θάλασσα, σ' ολόκληρη τη φύση,
στη λαμπερή σου τη μορφή και στη ματιά σ' ακόμα.

Το κυματάκι πρόβαινε μ' αμέτρητο καμάρι
κι ατέλειωτο κι αστείρευτο ξεσπούσε στο γιαλό,
φιλούσε δω την αμμουδιά με ζηλεμένη χάρη
κ' εκεί το ποδαράκι σου, το κύμα το τρελό.

Δειλά, δειλά με κοίταξες - της παρθενιάς το βλέμμα -
κατάλαβα τι γύρευες, γλυκιά μου καστανή,
σ' αγκάλιασα, σε φίλησα - αλήθεια 'ναι ή ψέμα; -
ερίγησες, ερίγησα - ω, μαύρη ηδονή!

Ο ήλιος βυθίστηκε στης θάλασσας τα βάθη,
κι απλώθηκε τριγύρω μας - θυμάσαι; - σκοτεινιά·
ησύχασε η θάλασσα, το κυματάκι 'χάθη,
η φύσις μαυροντύθηκε - χαμένη παρθενιά!

[Γράφτηκε μάλλον το 1913, δημοσιεύτηκε στον Παρθενώνα (5 Μαρτίου 1914) και στην Ελλάδα (31 Ιουλίου 1914). Ο Γ.Π. Σαββίδης σημειώνει ότι αυτό το ποίημα, μαζί με το «Νυχτερινοί αντίλαλοι» (της ίδιας εποχής), είναι τα πρώτα ποιήματα του Καρυωτάκη, για τα οποία μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι γράφτηκαν στην Αθήνα. ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: